Λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα της καλοκαιρινής παραγωγής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ με τίτλο “Μάθημα Ιστορίας” του Σ.Σερέφα, ο πρωταγωνιστής της παράστασης Χρήστος Χρήστου μιλά στο Ioanninaabout.gr και την Σέβη Ευθυμίου για το υπέροχο αυτό έργο, που θα πάρει σάρκα και οστά στο Θέατρο Ε.Η.Μ- Φρόντζου και από κει θα ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα.
“Μάθημα Ιστορίας”˙ Θέλω να ξεκινήσουμε λέγοντάς μας δύο λόγια το έργο του Σ.Σερέφα, στο οποίο πρόκειται να δώσετε σάρκα και οστά αυτό το καλοκαίρι.
Ο Σ. Σερέφας αποτελεί έναν από τους αγαπημένους μου Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Αυτό γιατί τα έργα του με κινητοποιούν, έχουν συγκεκριμένη ταυτότητα. Όταν διαβάζεις έργο του ή το βλέπεις να παίζετε λες αμέσως αυτός είναι Σερέφας. Το έργο το διάβασα μονορούφι, αυτό μπορεί να πει πολλά. Το μάθημα ιστορίας, όπου το παιχνίδι ξεκινάει από την τίτλο κάνει μια ανασκόπηση στην ιστορία και χρησιμοποιεί ως υλικό του την Μικρασιατική καταστροφή. Όμως σε αυτό το μάθημα εμφανίζονται, υπερτονίζονται, σαρκάζονται, σχολιάζονται πλήθος πραγμάτων που κατέγραψε η ιστορία.
Με ποιον τρόπο θα ζωντανέψει στο παρόν το ιστορικό γεγονός της Μικρασιατικής καταστροφής;
Βρισκόμαστε σε διαδικασία προβών όμως σίγουρα θα ζωντανέψει όχι με ένα συμβατικό τρόπο παιξίματος. Και από την ανάγκη της απεύθυνσης της παράστασης σε μεγάλους εξωτερικούς χώρους, εγώ και η Αφροδίτη και ο Γιάννης ο μουσικός μας,που παίζουμε έχουμε μεταμορφωθεί σε “κομπέρ”. Ένας είδος παρουσιαστών όπου βουτάμε στις μαρτυρίες, αστραπιαία γινόμαστε αφηγητές δημιουργώντας μια ταχύτητα στο έργο και τονίζοντας και το χιούμορ του Σερέφα, το οποίο αποδεικνύεται μπόλικο, παρόλο που έχουμε ένα σοβαρό θέμα προς παρουσίαση και μελέτη.
Ποια είναι λοιπόν η ιστορία εκείνη που εσάς άγγιξε περισσότερο ερχόμενος σε επαφή με το «Μάθημα Ιστορίας»;
Το Πιλάφι Φάιν, μια περιγραφή μιας κοπέλας που ήρθε ως πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη. Όταν είχε φτάσει ζούσαν με την οικογένειά της στην Αχειροποίητο. Μέσα στην Εκκλησία είχε στηθεί ο καταβλυσμός των προσφύγων. Τους δώσανε να φάνε πιλάφι, μη έχοντας που να το βάλουν το έβαλε στο φουστάνι της από εκεί τρώγανε. Μετά από χρόνια και από τον πρώτο της μισθό αγόρασε ένα ωραίο πιάτο και ξαναπήγε της μητέρας της στην Εκκλησία. Είχε φτιάξει η ίδια το πιλάφι. Λέει στη μητέρα της φάε μέσα στην Εκκλησία. Η μητέρα νόμισε ότι η κόρης της τρελάθηκε μα τότε της αφηγείται για εκείνη τη μέρα και πως το κάνε τάμα να την φέρει εδώ και να φάνε σαν κανονικοί άνθρωποι. Την ρωτάει «Το θυμάσαι Μάνα;» και εκείνη απαντάει «Το θυμάμαι παιδί μου, μα δε θέλω να το θύμαμαι»…. Αυτή η πρόταση, αυτή η σκηνή με καθήλωσε από την πρώτη ανάγνωση.
Ερχόμενοι στο τώρα ποιες είναι οι κωμικές αλλά και δραματικές στιγμές που διακρίνετε, οι οποίες επιφέρονται από την σύγκρουση της ιστορίας με το σήμερα;
Αυτή η ερώτηση είναι δύσκολη να απαντηθεί. Ίσως γίνει πιο ευδιάκριτη η απάντηση με την παρακολούθηση της παράστασης. Ο θεατής θα κάνει μια βουτιά, ένα σκωτσέζικο ντουζ. Η μια εικόνα διαδέχεται την άλλη, εκεί που φορτίζεται η κατάσταση ο συγγραφέας αλλά και όλη η δημιουργική δουλειά που έχει γίνει από τον σκηνοθέτη μας Δημήτρη Πετρόπουλο αλλά και τους εξαιρετικούς συναδέλφους Αφροδίτη Αθανασιάδου και Γιάννη Μαθέ, αμέσως γίνεται αποφόρτιση έτσι ώστε στο τέλος το έργο να έχει και μια μπρεχτική επιρροή. Να ξαναγευτεί ο θεατής την ιστορία του, να σκεφτεί και να πάρει θέση; Ίσως;