Σημαντική αύξηση κατέγραψαν τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών το πρώτο εξάμηνο του 2024, σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα κέρδη μετά από φόρους ανήλθαν σε 2,3 δισ. ευρώ, έναντι 1,9 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2023.
Η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως στην άνοδο των καθαρών εσόδων από τόκους, λόγω των υψηλών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθώς και στη μείωση των προβλέψεων για πιστωτικό κίνδυνο.
Συγκεκριμένα, τα λειτουργικά έσοδα των τραπεζών αυξήθηκαν κατά 10,8% σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2023. Τα καθαρά έσοδα από τόκους παρουσίασαν άνοδο 11,4%, επωφελούμενα από την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 έως τον Σεπτέμβριο του 2023, καθώς μεγάλο μέρος των δανείων έχει κυμαινόμενο επιτόκιο. Παράλληλα, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν κατά 15,9%, λόγω των εσόδων από πληρωμές και διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Συνολικά, τα έσοδα από βασικές τραπεζικές δραστηριότητες (τόκοι και προμήθειες) σημείωσαν αύξηση 12,2%.
Επιπλέον, τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις ενισχύθηκαν λόγω κερδών από συναλλαγές σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και παράγωγα προϊόντα, ενώ τα λοιπά λειτουργικά αποτελέσματα μειώθηκαν εξαιτίας μη επαναλαμβανόμενων εξόδων. Το κόστος πιστωτικού κινδύνου μειώθηκε στο 0,7% των δανείων μετά από προβλέψεις.
Παρά την αύξηση των κερδών, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου επιδεινώθηκε ελαφρώς κατά το ίδιο διάστημα, λόγω της ενσωμάτωσης συγκεκριμένων δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ), ύστερα από εποπτική απαίτηση. Ο δείκτης ΜΕΔ του ελληνικού τραπεζικού τομέα (Ιούνιος 2024: 6,9%) παραμένει πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2024: 2,3%).
Οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα εμφανίζονται θετικές, αλλά συνδέονται άμεσα με την οικονομική πορεία της χώρας και επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι και μια πιθανή ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές ενδέχεται να έχουν αρνητικές συνέπειες, ενώ η κλιματική αλλαγή και οι κυβερνοεπιθέσεις αποτελούν πρόσθετες απειλές για τη σταθερότητα του συστήματος.
Συνολικά, η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εξαρτάται από την περαιτέρω θωράκιση του ελληνικού τραπεζικού τομέα και την προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και θα εμβαθύνουν την Τραπεζική Ένωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.