Από την πρώτη κιόλας στιγμή της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους, εκτός από τον πιεστικό και επίπονο αγώνα για επιβίωση, πρόβαλε επιτακτική η ανάγκη να κρατηθεί άσβεστη η ανάμνηση του παρελθόντος. Το νεοελληνικό κράτος έπρεπε επειγόντως να συγκροτήσει το παρελθόν του, πράγμα που έγινε αντιληπτό αμέσως από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μέσα στις ευρύτερες φροντίδες του κυβερνήτη, που αποσκοπούσαν στη συγκρότηση του ελληνισμού σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, ήταν να περισώσει τα μνημεία που μαρτυρούσαν την αρχαία ελληνική κληρονομιά αυτού του τόπου μέσα από την πρώτη σχετική νομοθεσία, τον Νόμο Αρχαιοτήτων. Στο δύσκολο κλίμα της εποχής, ο κυβερνήτης φρόντισε να ιδρύσει το πρώτο ελληνικό μουσείο, περισυλλέγοντας και μεταφέροντας όσα αρχαία μπορούσε στην Αίγινα, που ήταν τότε η πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το παλιό Ορφανοτροφείο μετατράπηκε στο πρώτο μουσείο, το οποίο στέγασε όσα ευρήματα συγκεντρώθηκαν. Έτσι, λοιπόν, το 1829 έχουμε το πρώτο ελληνικό αρχαιολογικό μουσείο.
Το Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον
Ταυτόχρονα, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, που δημιουργήθηκε το 1837 με την πρωτοβουλία του πλούσιου εμπόρου Κωνσταντίνου Mπέλιου και ομάδας λόγιων και πολιτικών, ανέλαβε να συνδράμει την ολιγομελή κρατική αρχαιολογική υπηρεσία με σκοπό την ανεύρεση, αναστύλωση και συμπλήρωση των αρχαίων τής Ελλάδας. Το εγχείρημα αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μαζευτούν μια σειρά αρχαιοτήτων, τα οποία πλέον έπρεπε να στεγαστούν σε ένα μουσείο, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο για τις οικονομικές δυνατότητες του φτωχού κρατιδίου. Για άλλη μια φορά, η ιδιωτική πρωτοβουλία (που δεν πρέπει να έχει κατηγορηθεί και ενοχοποιηθεί πουθενά περισσότερο στον κόσμο απ’ όσο σε αυτόν τον αχάριστο και αγνώμονα τόπο) έδωσε τη λύση. Ο Νικόλαος Βερναρδάκης κατέβαλε το ποσό των 200.000 φράγκων και το Αρχαιολογικό Μουσείο άρχισε να οικοδομείται στο οικόπεδο που δώρισε η Ελένη Τοσίτσα. Τα σχέδια εκπονήθηκαν κυρίως από Γερμανούς αρχιτέκτονες του νεοκλασικισμού.
Αναλυτικότερα, το 1858 προκηρύχτηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την τοποθεσία και το σχέδιο του μουσείου, η κατασκευή του ξεκίνησε το 1866 και ολοκληρώθηκε το 1889, με κονδύλια (που προστέθηκαν σε αυτό του Βερναρδάκη) της ελληνικής κυβέρνησης, της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Κοινότητας των Μυκηνών. Η αρχική ονομασία του μουσείου ήταν Το Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον και αρχικά με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα στεγάστηκε στον Ναό του Ηφαίστου μέχρι το 1874. Έπειτα από ταλαιπωρίες και επακόλουθες στεγάσεις των εκθεμάτων, η δημιουργία του νέου μουσείου ξεκίνησε, όπως είπαμε, το 1866 και έλαβε τη σημερινή του ονομασία το 1881 από τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη.
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Με Προεδρικό Διάταγμα της 9ης Αυγούστου 1893 (ΦΕΚ Α’ αρ. 152, «Περί διοργανισμού του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου») ιδρύθηκε επισήμως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με σκοπό «την σπουδήν και διδασκαλίαν της αρχαιολογικής επιστήμης, την διάδοσιν αρχαιολογικών γνώσεων παρ’ ημίν και την ανάπτυξιν έρωτος προς τας καλάς τέχνας». Οι συλλογές του καθορίσθηκαν ως εξής:
• Συλλογή Γλυπτών (Γλυπτοθήκη).
• Συλλογή Αγγείων (Αγγειοθήκη).
• Συλλογή Πήλινων και Χάλκινων Αγαλματίων και λοιπών διαφόρου ύλης αρχαίων (Αγαλματιοθήκη).
• Συλλογή Επιγραφών (Επιγραφικό Μουσείο).
• Συλλογή Έργων Προελληνικών Χρόνων (Μυκηναία Συλλογή).
• Συλλογή Έργων Αιγυπτιακής Τέχνης (Αιγυπτιακή Συλλογή).
Επιπλέον, λειτουργούσαν εργαστήρια συντήρησης και μουσείο εκμαγείων.
Ένας συγκροτημένος χώρος παρουσίασης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού
Με την προσθήκη μιας επέκτασης στα χρόνια του Μεσοπολέμου, δημιουργήθηκε ένα από τα πιο όμορφα και μεγαλύτερα νεοκλασικά κτήρια της Αθήνας, που φέρει την υπογραφή δύο σπουδαίων Γερμανών αρχιτεκτόνων του νεοκλασικισμού, του Ludwig Lange και του Ernst Ziller. Στο κτήριο αυτό συγκεντρώθηκε σταδιακά ένα πλήθος εκθεμάτων από διάσπαρτες στον ελληνικό χώρο αρχαιότητες. Έτσι, στο Αρχαιολογικό Μουσείο συγκροτήθηκε ολόκληρη η περίοδος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με διάφορα εκθέματα από την προϊστορική περίοδο έως και το τέλος της αρχαιότητας.
Σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο είναι ένας συγκροτημένος χώρος παρουσίασης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ένας χώρος μελέτης και έρευνας του παρελθόντος για τους αρχαιολόγους και ιστορικούς. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μουσεία παγκοσμίως. Το Αρχαιολογικό Μουσείο απέκτησε έναν ακαδημαϊκό χαρακτήρα ως ένα μουσείο που περιλαμβάνει επαρκώς ολόκληρη την αρχαία ελληνική πολιτιστική κληρονομιά.
Η δοκιμασία του μουσείου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το μουσείο αντιμετώπισε το μεγάλο πρόβλημα διαφύλαξης των εκθεμάτων του. Αυτό απαιτούσε ιδιαίτερα επίπονες ενέργειες. Έτσι, άρχισαν άμεσα να τοποθετούν τις σημαντικότερες των αρχαιοτήτων σε κιβώτια προκειμένου να τα αποθηκεύσουν και να τα φυλάξουν σε όσο το δυνατότερο ασφαλείς τόπους. Πολλά από τα εκθέματα θάφτηκαν κάτω από τα δάπεδα του μουσείου, άλλα στην Τράπεζα της Ελλάδος και άλλα σε φυσικά κρησφύγετα.
Το μουσείο έμεινε κλειστό για πέντε ολόκληρα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων είχε επιταχθεί ο χώρος και διατεθεί για διάφορες χρήσεις. Να σημειώσουμε εδώ ότι μετά τις εργασίες απόκρυψης στο ίδιο το μουσείο και τους βομβαρδισμούς του 1944, το κτίσμα υπέστη σοβαρότατες βλάβες, με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοσχερώς τα περίτεχνα μωσαϊκά δάπεδα και οι τοιχογραφίες οροφής, που υπήρχαν κυρίως στην κεντρική αίθουσα των μυκηναϊκών εκθεμάτων. Αμέσως μετά τον πόλεμο, το 1945, άρχισαν οι εργασίες επανέκθεσης των αρχαίων, υπό την επίβλεψη του τότε διευθυντή Χ. Καρούζου, ενώ παράλληλα πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές εργασίες από τον αρχιτέκτονα Π. Καραντινό, με σκοπό τη διαμόρφωση των χώρων του μουσείου για την καλύτερη παρουσίαση των εκθεμάτων.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών αυτών, η προσωρινή έκθεση του μουσείου περιορίσθηκε σε δέκα αίθουσες της ανατολικής πτέρυγας. Το 1964 ολοκληρώθηκε το έργο της επανέκθεσης από τον Χρήστο και τη Σέμνη Καρούζου, με την υποδειγματική παρουσίαση της πορείας της αρχαίας ελληνικής τέχνης από την προϊστορία έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1994, εκτέθηκε για πρώτη φορά και η μοναδική στην Ελλάδα συλλογή αιγυπτιακών αρχαιοτήτων.
Από το 2004 μέχρι το 2009 άνοιξαν στο κοινό οι ανανεωμένες μόνιμες εκθέσεις του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου: η Συλλογή Προϊστορικών Αρχαιοτήτων και η Συλλογή Γλυπτών το 2004, η Συλλογή Αγγείων και η Συλλογή Χαλκών το 2005, η Συλλογή Σταθάτου και η Αιγυπτιακή Συλλογή το 2008, η Κυπριακή Συλλογή, η Συλλογή Πήλινων Ειδωλίων, η Συλλογή Βλαστού – Σερπιέρι, η Συλλογή Χρυσών Κοσμημάτων και Αργυρών Σκευών και η Συλλογή Γυάλινων Σκευών το 2009. Με την ολοκλήρωση της ανακαίνισής του, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο παρουσιάζει πλέον στο κοινό αρχαιότητες που καλύπτουν την περίοδο από την 6η χιλιετία π.Χ. μέχρι και τον 4ο αιώνα μ.Χ. Προέρχονται από την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Ιταλία και άλλες περιοχές και αποτελούν ένα πανόραμα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, των πολιτιστικών του επιτευγμάτων, καθώς και των επαφών του στην ανατολική Μεσόγειο.