Τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε στην κατάθλιψη αποκάλυψε ο Στράτος Τζώρτζογλου, κάνοντας λόγο για μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη κατά την οποία χρειάστηκε ψυχολογική υποστήριξη.
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Λοιπόν, ο ηθοποιός αποκάλυψε ότι ο θάνατος της μητέρας του τον «λύγισε» με τον ίδιο να προσπαθεί να ξεχαστεί μπαίνοντας στη «Φάρμα». Ωστόσο, μετά το παιχνίδι, η κατάσταση έγινε χειρότερη με τον ίδιο να μην μπορεί να ορίσει τα συναισθήματά του.
«Συνειδητοποίησα πόσο εύκολο είναι να πέσει κανείς σε κατάθλιψη. Επειδή εγώ μία ζωή δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ, το ρολόι ξαφνικά σταμάτησε, όταν πέθανε η μάνα μου. Για να το ξεπεράσω αυτό, μπήκα στη “Φάρμα”, για να πάει μακριά το μυαλό μου. Εκεί έδειξα έναν εαυτό στα όρια. Ήμουν πολύ χαρούμενος όταν ήμουν χαρούμενος και πολύ θυμωμένος όταν ήμουν θυμωμένος. Αυτό αμέσως μετά τη «Φάρμα» έσκασε κι έγινε βαθιά κατάθλιψη. Άκουγα για κατάθλιψη και θεωρούσα ότι ήταν μελαγχολία. Δεν το περίμενα. Δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι για δύο χρόνια, ούτε να δώσω συνεντεύξεις και να αρθρώσω λόγο»
Ερωτηθείς σχετικά με τα συμπτώματα, ο ίδιος αποκάλυψε ότι μετά δυσκολίας εκπλήρωνε τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, ενώ ένιωθε ότι πεθαίνει τόσο έντονα που ήθελε να κάνει τη διαθήκη του.
«Πίστευα ότι έχω όλες τις αρρώστιες και κάθε δύο εβδομάδες πήγαινα κι έκανα εξετάσεις. Στη δουλειά έλεγα τον ρόλο μου με δυσκολία, κάναμε τα γυρίσματα της σειράς “Άγρια γη” τότε στον ΣΚΑΪ σε σενάριο της πρώην συζύγου μου, Μαρίας Γεωργιάδου. Έφτασα σε σημείο να θέλω να φύγω από τη δουλειά, με βοήθησε πολύ ο παραγωγός τότε να σταθώ όρθιος. Πήγα σε ψυχίατρο, έγινε η διάγνωση και τον θεώρησα τρελό τότε. Μου είπε ότι κάποια στιγμή θα γίνεις καλά κι είπα ότι αποκλείεται. Μου έδωσε ελαφριά φαρμακευτική αγωγή. Ένιωθα ότι πεθαίνω. Ήθελα να αφήσω διαθήκη. Υποκρινόμουν στον γιο μου τότε ότι όλα είναι καλά, βέβαια το κατάλαβε ο Αλκιβιάδης και με στήριξε και με το παραπάνω» είπε μεταξύ άλλων, και πρόσθεσε:
«Όσο και να υποκρινόμουν ότι είμαι καλά, οι δικοί μου άνθρωποι καταλάβαιναν ότι έχω σοβαρό πρόβλημα. Το μεγαλύτερο λούκι βέβαια το πέρασε η Σοφία, που ενώ είχε παντρευτεί έναν άνθρωπο μέσα στη χαρά, την αισιοδοξία και την τρέλα, με βλέπει να μεταμορφώνομαι σε έναν εντελώς άλλον χαρακτήρα, που δεν μπορούσα να κάνω ούτε τα βασικά. Δεν ήθελα να φάω, να σηκωθώ από το κρεβάτι, δεν μιλιόμουν και ήμουν γενικά χαμένος στις σκέψεις μου. Αν και θα μπορούσε να είχε φύγει από τη ζωή μου, έμεινε δίπλα μου και με στήριξε σε όλο αυτό που περνούσα. Ευτυχώς ήρθε η μέρα κι έγινε το κλικ, λες και δεν είχα περάσει αυτήν την κόλαση. Σήμερα όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν».