Την προηγούμενη δεκαετία ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω από τη Σοσιαλδημοκρατία: η απειλή της «πασοκοποίησης» (έγινε και διεθνής όρος ως «Pasokification»), η οποία περιέγραφε την απομείωση της ισχύος των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων ανά την Ευρώπη μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η εμπιστευτική εκτίμηση γνωστού και επιτυχημένου δημοσκόπου ήδη από τις αρχές του 2011, η οποία μας έλεγε ότι «από το 45% του ΠΑΣΟΚ το 15% έχει ήδη φύγει, άλλο ένα 15% ταλαντεύεται και το τρίτο 15% θα παραμείνει στο κόμμα ό,τι και να γίνει», αποδείχτηκε υπεραισιόδοξη για το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, αφού μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 2015, με πρόεδρο τον Ευάγγελο Βενιζέλο, το ποσοστό του κατρακύλησε στο 4,68% και εμφάνισε μια μικρή ανάκαμψη στο 6,29% τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο διάδοχος του ΠΑΣΟΚ στον ευρύτερο χώρο και κυβέρνησε από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι τις αρχές Ιουλίου του 2019, διαδεχόμενος την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά και του ΠΑΣΟΚ, αλλά από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Το Κίνημα, αργά αλλά σταθερά, με προέδρους τη Φώφη Γεννηματά, η οποία διαδέχτηκε τον Βενιζέλο, και τον Νίκο Ανδρουλάκη ανέκαμπτε μέχρι που έφτασε το 11,84% τον Ιούνιο του 2023 και το 12,79% στις ευρωεκλογές του 2024.
Καθώς όμως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον γκρεμιστεί στο 17,83% του 2023 και στο 14,92% του 2024, έχει χάσει τον Αλέξη Τσίπρα, έχει διασπαστεί, ο Στέφανος Κασσελάκης δεν τα έχει καταφέρει και μια νέα διάσπαση είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο, το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ φάνηκε μικρό σε μια σειρά στελεχών του, τα οποία έθεσαν θέμα ηγεσίας αμφισβητώντας τον Ανδρουλάκη. Συνεπώς το κόμμα πάει σε εσωκομματικές εκλογές στις 6 και 13 Οκτωβρίου ώστε τα μέλη και οι φίλοι του να εκλέξουν τον νέο πρόεδρο.
Η αλήθεια είναι ότι το ΠΑΣΟΚ έχει καταφέρει να ισορροπήσει, να αναδειχτεί αυτόνομη δύναμη που έχει την πολυτέλεια να αρνείται συμπληρωματικούς κυβερνητικούς ρόλους και να διεκδικεί τη δεύτερη θέση από τον ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο στις πρόσφατες ευρωεκλογές το χώριζαν 2,13 μονάδες. Ωστόσο οι προκλήσεις είναι πάρα πολλές και ουδεμία βεβαιότητα υπάρχει για τη συνέχιση της ανοδικής του πορείας.
Ο άμεσος κίνδυνος
Ο πρώτος και αμεσότερος κίνδυνος είναι η «συριζοποίηση», ο νεολογισμός που ήρθε ως συνέχεια της «πασοκοποίησης» μετά τις αλυσιδωτές εκρήξεις στο κόμμα της Ριζοσπαστικής (και λοιπής) Αριστεράς που επέφεραν το αποτέλεσμα του 2023 και την παραίτηση του Τσίπρα. Τι είναι όμως η συριζοποίηση και γιατί αποτελεί κίνδυνο για το ΠΑΣΟΚ; Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι:
● Η συνεχής πτώση ποσοστών – ανεξαρτήτως αρχηγού – και η απώλεια 1.315.965 ψήφων από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούνιο του 2023 (ή 1.652.811 εάν βάλουμε στον λογαριασμό, παραβλέποντας την αρχή περί σύγκρισης μόνο ίδιων εκλογικών αναμετρήσεων, τις πρόσφατες ευρωεκλογές).
● Οι βαθιές ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ των μελών του ΣΥΡΙΖΑ.
● Οι κάκιστες προσωπικές σχέσεις μεταξύ στελεχών και ομάδων.
● Οι χρονίζουσες ακραίες αντιθέσεις μεταξύ αριστερών και πασοκογενών.
● Η χρήση πρωτοφανούς έντασης και πυκνότητας αλληλοκατηγοριών μεταξύ τους.
● Ένα πλήθος από προσωπικές ατζέντες που συχνά παράγουν πολύ περισσότερη επικαιρότητα από όση παράγει το κόμμα στο σύνολό του.
● Η ανάδειξη ενός αρχηγού που ποτέ πριν δεν είχε την παραμικρή πολιτική ή ιδεολογική σχέση ούτε με το κόμμα ούτε με την εν γένει Αριστερά και η δηλωμένη διάθεσή του να αλλάξει τα πάντα: από την πολιτική και τις θέσεις έως το όνομα, τα σύμβολα και την τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ στον πολιτικό χάρτη.
● Η διαρκής παραγωγή ειδήσεων γύρω από τις προσωπικές υποθέσεις και τον τρόπο ζωής του προέδρου του, που συχνά επισκιάζουν την πολιτική παρουσία του κόμματος.
● Η σύγκρουση μεταξύ του τέως και του νυν προέδρου για τον έλεγχο και την κατεύθυνση του κόμματος, αλλά και για το ζήτημα της ενοποίησης της Κεντροαριστεράς.
Όλα αυτά είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη συριζοποίηση και από τα οποία οι πάντες δυσκολεύονται να κατανοήσουν πώς θα απαλλαγεί ο ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου η εικόνα παραπέμπει περισσότερο σε παρακμή και διάλυση παρά σε προσπάθεια επιβίωσης και αναγέννησης.
Τα μεγάλα ερωτήματα
Πόσο όμως κινδυνεύει το ΠΑΣΟΚ από παρόμοια φαινόμενα;
● Καταρχάς μιλάμε για ένα κόμμα το οποίο επιβίωσε χάρη στη συνοχή του. Επιπλέον οι πρώην αρχηγοί του έχουν σεβαστεί τους επόμενους. Ακόμη και ο Γιώργος Παπανδρέου, μετά την εντελώς αποτυχημένη απόπειρά του με το ΚΙΔΗΣΟ (2,47% τον Ιανουάριο του 2015 και αργότερα επανένταξη στην «ομπρέλα» του ΠΑΣΟΚ), παρότι διατηρεί την οργανωτική αυτοτέλεια της ομάδας του, δεν προκαλεί σοβαρά ζητήματα στις ηγεσίες.
● Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του Κινήματος έχουν κυρίως προσωπικά χαρακτηριστικά – δυσαρέσκειες, φιλοδοξίες – παρά ιδεολογικά. Ενδεικτική είναι η πολυσυλλεκτικότητα των δύο κύριων προεδρικών υποψηφιοτήτων, του Ανδρουλάκη και του Χάρη Δούκα.
● Ακόμη και στο θέμα της συνεργασίας της Κεντροαριστεράς οι απόψεις ελάχιστα διαφέρουν, αφού η αυτονομία του κόμματος, η ενίσχυσή του και η μετατροπή του σε πόλο εξουσίας βρίσκονται στα χείλη όλων των υποψηφίων για την προεδρία.
Ωστόσο το ΠΑΣΟΚ δεν είναι απολύτως ασφαλές έναντι του ενδεχομένου συριζοποίησης. Άλλωστε κάθε εσωτερική εκλογική διαδικασία μπορεί να δημιουργήσει επικίνδυνα χάσματα, αντιθέσεις μη θεραπεύσιμες και μέτωπα ικανά να δημιουργήσουν προϋποθέσεις διάσπασης.
Μέχρι στιγμής αυτός ο κίνδυνος έχει αποφευχθεί, καθώς, εκτός από την απόπειρα του ΓΑΠ για νέο και βιώσιμο κόμμα, αποτυχημένη κρίνεται και η πρόσφατη του Ανδρέα Λοβέρδου, του οποίου οι Δημοκράτες στις ευρωεκλογές – παρά τη μεγάλη αποχή και τη διασπορά ψήφων προς μικρότερα κόμματα – έλαβαν μόλις 57.526 ψήφους και 1,45%.
Όμως η προεκλογική εκστρατεία στο ΠΑΣΟΚ ούτε ανέφελη είναι ούτε φιλικό ματσάκι: τα βέλη, τα μαχαιρώματα, οι υπόγειες προσπάθειες δυσφήμησης αντιπάλων βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, έστω και αν μικρό μόνο μέρος δημοσιοποιείται και σε γενικές γραμμές τηρούνται οι κανόνες της στοιχειώδους κοσμιότητας.
Το ερώτημα λοιπόν είναι τι θα συμβεί την επομένη της εκλογής προέδρου.
● Θα αισθάνονται όλοι ότι τους χωράει το Κίνημα;
● Θα είναι σε θέση να συνεργαστούν για το κοινό συμφέρον;
● Θα θελήσει ο νέος αρχηγός να συμπεριλάβει στον πολιτικό του σχεδιασμό τους μέχρι πρότινος αντιπάλους του;
● Θα θελήσει κάποιος από τους ηττημένους να στήσει το δικό του μπαϊράκι και να δοκιμάσει την τύχη του μακριά από το ΠΑΣΟΚ, είτε με νέο κόμμα είτε προσχωρώντας σε ένα από τα υπάρχοντα;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την επόμενη μέρα του ΠΑΣΟΚ.
Ο κίνδυνος για την αυτονομία
Πάντως η συριζοποίηση δεν είναι το μόνο πρόβλημα που ενδέχεται να συναντήσει το ΠΑΣΟΚ στην πορεία του μέχρι τις επόμενες κάλπες. Ένα άλλο μεγάλο θέμα είναι η αυτονομία του, η οποία επί Γεννηματά και Ανδρουλάκη αποτέλεσε τη σημαία κάτω από την οποία στοιχήθηκε το κομματικό στράτευμα στην πορεία του από το 6% έως το 13%.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή η στρατηγική απέδωσε κυρίως επειδή η διαδοχή του ΣΥΡΙΖΑ από τη Νέα Δημοκρατία στη διακυβέρνηση της χώρας έγινε με όρους θριάμβου από την πλευρά του κόμματος της Κεντροδεξιάς, το οποίο επί Κυριάκου Μητσοτάκη ανέκτησε το στάτους του μεγάλου κόμματος και της ευρείας παράταξης που είχε απολέσει στα χρόνια της κρίσης.
Το 39,85% (158 βουλευτές) του 2019 και το 40,56% (158 βουλευτές) του 2023 που απέσπασε η Ν.Δ. προσέφεραν στο ΠΑΣΟΚ τη δυνατότητα να σηκώνει εκ του ασφαλούς τα λάβαρα της αυτονομίας, η οποία του προσέφερε όχι μόνο τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί, αλλά και μια ρητορική ικανή να λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία που του εξασφάλιζε την εσωτερική του ηρεμία.
Τι θα γίνει όμως στην περίπτωση που το 28,31% της Ν.Δ. στις ευρωεκλογές του 2024 δεν είναι μια συγκυριακή επίδοση, οφειλόμενη στη διάθεση πολλών ψηφοφόρων να της δώσουν αζημίως ένα μήνυμα δυσαρέσκειας, αλλά αποτελεί την απαρχή μιας πτώσης που θα τη φέρει σε δυσχερή πτώση στις επόμενες βουλευτικές εκλογές – κυρίως εάν δεν είναι σε θέση να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση;
Με βάση την εικόνα του πολιτικού συστήματος, η οποία χαρακτηρίζεται από το πλήθος των διάσπαρτων κεντροαριστερών και αριστερών δυνάμεων και την απουσία ευδιάκριτης δυναμικής κάποιου από τα κόμματα του χώρου, είναι προφανές ότι η Ν.Δ., ακόμη και αν γκρεμιστεί από το βάθρο του 40,56% του 2023, θα συνεχίσει να είναι πρώτο κόμμα, και μάλιστα με ευδιάκριτη διαφορά από το δεύτερο.
Στην περίπτωση αυτή είναι από τώρα γνωστό ότι το δίλημμα από την πλευρά του Μητσοτάκη θα αφορά τη συγκρότηση μιας βιώσιμης κυβέρνησης είτε μια δυνητικά καταστροφική πολιτική αστάθεια. Οι κίνδυνοι θα είναι μεγάλοι όποια κι αν είναι η απάντηση του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο για τη θέση του στο πολιτικό σύστημα, αλλά και για την ενότητά του.
Γιατί όμως θέτουμε αυτό το ζήτημα τώρα, με τις εκλογές να απέχουν κάτι λιγότερο από τρία χρόνια; Μα, ακριβώς επειδή μόνο σίγουρος δεν είναι ο χρόνος των εκλογών. Ίσως τα άβολα διλήμματα να προκύψουν πολύ νωρίτερα από ό,τι προβλέπουν τα θέσμια…
Η κεντροαριστερή συνεργασία
Βεβαίως τα αμέσως προηγούμενα συνδέονται στενά με το άλλο μεγάλο ζήτημα που θα βρει μπροστά του ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και ολόκληρο το κόμμα: τι γίνεται – αν γίνεται – με τη συζήτηση περί συνεργασίας ή ενοποίησης της Κεντροαριστεράς / Αριστεράς.
● Πώς μπορούν να απαντήσουν τα κόμματα του ευρύτερου αυτού χώρου σε μια αποκαθήλωση της Ν.Δ. αφού το καθένα μόνο του είναι αδύνατον να έρθει πρώτο κόμμα και να λάβει το εκλογικό μπόνους;
● Πώς μπορούν να απαντήσουν όταν μια απλή εκλογική συνεργασία διακριτών κομμάτων είναι αδύνατον να λάβει το εν λόγω μπόνους σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο;
Όσο η ανάδειξη ενός αντιπάλου ισοδύναμου ή και ισχυρότερου από τη Ν.Δ. είναι μια θεωρητική συζήτηση λόγω της κυριαρχίας του κυβερνώντος κόμματος, τα πράγματα είναι απλά: ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει και να προβάλλει ό,τι τον βολεύει. Εάν όμως υπάρξουν σαφείς προϋποθέσεις ήττας της Ν.Δ. και ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας, αλλάζουν πλήρως οι όροι του παιχνιδιού.
Μάλιστα, για να προκύψει μια σαφής ήττα του κυβερνώντος κόμματος, θα πρέπει να είναι ορατή η προοπτική μιας σταθερής και ισχυρής κυβέρνησης – πράγμα αδύνατον με το σημερινό σκορποχώρι. Διαφορετικά, η μεν Ν.Δ. θα διατηρήσει την πρωτιά, τα δε κόμματα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς / Αριστεράς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν κατά μόνας διλήμματα που μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και στη συντριβή τους.
Με απλά λόγια, όλα τα δύσκολα για το ΠΑΣΟΚ – και όχι μόνο – είναι μπροστά, πράγμα που σημαίνει ότι η νέα ηγεσία και το σύνολο του κόμματος θα πρέπει να ετοιμάσουν τους εαυτούς τους για μάχες πολύ σκληρότερες από αυτές που έχουν συνηθίσει την τελευταία δεκαετία…