Τίτλος ταινίας: Υπάρχω
Μια μυθιστορηματικής δομής βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη
Σκηνοθέτης: Γιώργος Τσεμπερόπουλος
Ηθοποιοί: Χρήστος Μάστορας, Κλέλια Ρένεση (Καίτη Γκρέι), Ασημένια Βουλιώτη, Αγορίτσα Οικονόμου, Δημήτρης Καπουράνης
Διευθυντής φωτογραφίας: Γιάννης Δρακουλαράκος
Ήχος: Γιάννης Αντύπας
Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης
Sound design: Άρης Λουζιώτης
Το να καταπιαστείς με οποιοδήποτε τρόπο με τον Στέλιο Καζαντζίδη, είναι σα να θες να αναμετρηθείς με μια γήινη θεότητα. Οι πιστοί του καιροφυλακτούν για ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αμαυρώσει την εικόνα του.
Αδύνατο να διανοηθείς τι σημαίνει «πιστός» του Καζαντζίδη, αν δε σε φέρει ο δρόμος να περάσεις από την εικονογράφησή του ή την περιγραφή του βίου του. Σε μια συνεργασία με την εκπομπή «Αρχείο» της ΕΡΤ3 ( «Το Φαινόμενο Στέλιος Καζαντζίδης») μου δόθηκε η ευκαιρία να προσεγγίσω τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια του «καζαντζιδισμού», όπως και τους «Αγίους» του. Τότε ήταν που αντιλήφθηκα ότι όλοι αυτοί που είχαν τη φωνή του Στελάρα για προσκεφάλι τους στην ξενητειά κι αυτοί που έπνιγαν τις κοινωνικές και ερωτικές τους ματαιώσεις στις νότες του, δε θα μπορούσαν να δεχτούν τίποτα άλλο, παρά μια «αγιογραφία».
Από αυτήν την άποψη, ο σκηνοθέτης Γιώργος Τσεμπερόπουλος πραγματοποιεί μια περίτεχνη ντρίμπλα. Αφήνει την ταινία του να λάβει το χαρακτήρα μιας προσωπικής αφήγησης (μέσα από μια συνέντευξη σε δημοσιογράφο) κι έτσι δικαιολογείται κάθε εντύπωση υποκειμενικότητας. Κατά δεύτερο λόγο, όσο ο Καζαντζίδης μεταβάλλεται από άνθρωπο σε σύμβολο, δικαιολογεί την ανάλογη μετατροπή της βιογραφίας σε υπαρξιακού χαρακτήρα αναμέτρηση: με το βιολογικό θάνατο, το θάνατο των ερώτων του, την οιδιπόδεια σχέση με την κυρά Γεσθημανή, τη μητέρα του, την κόντρα με τους εκμεταλλευτές του (άρα και με τους εκμεταλλευτές του λαού), το ψάρεμα ως φυγή από όλα αυτά.
Όλοι τα βιώνουμε, ο Καζαντζίδης τα τραγουδάει…
Μετά απ’ όλα, ο Τσεμπερόπουλος επιλέγει να γράψει αντί για τη λέξη «τέλος», τη λέξη «υπάρχω», ως διαρκή παρουσία του Στέλιου στην ελληνική κοινωνία και μόνιμη σχέση λατρείας με το κοινό του. Αυτή δε σβήνει με κανένα θάνατο, δεν την αλλοιώνει καμία δικαστική διαμάχη, γι’ αυτό και αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά σε όλο αυτό το φθοροποιό παρακάτω της ζωής του. Έχοντας για πυξίδα ανάλογες επιτυχημένες κατασκευές, αμερικανικής προέλευσης, όπως η βιογραφία του Ρέι Τσάρλς ή του Τζόνι Κας, ο Τσεμπερόπουλος δανείζεται τη γραφή τους και είναι αξιοθαύμαστο πώς τη φέρνει σε πέρας δίχως ορθογραφικά λάθη. Αν, μάλιστα, σκεφτεί κάποιος τη διαφορά μεγέθους των παραγωγών, τότε σίγουρα κερδίζει ένα θαυμαστικό στο τέλος αυτής της κινηματογραφικής πρότασης.
Σα να συστήνει μια αμφιλεγόμενη επαναστατική προσωπικότητα, ένα είδος Μαραντόνα, ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί παράλληλα με το μοναδικό ταλέντο του Καζαντζίδη, την αστάθειά του, αλλά και την αφέλειά του στις συγκρούσεις με τους νονούς και το κεφάλαιο. Ίσως σε αυτές τις τελευταίες να κρύβονται και οι μόνες αδυναμίες του έργου, καθώς οι ιδιοκτήτες των εταιρειών μοιάζουν, ως ένα βαθμό, με φιγούρες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι ούτε ένας θεατής δε θα φύγει δυσαρεστημένος από την αίθουσα, καθώς η εξέλιξη του έργου διαθέτει και σοβαρή σεναριακή δομή και εικόνες που δεν προδίδουν τις προσδοκίες ενός θεατή περίεργου να προσεγγίσει έναν τραγουδιστή και το συνοδό κοινωνικό φαινόμενο.
Γενικότερα, η αρτιότητα του φιλμ πατάει σε ερμηνείες που ανταποκρίνονται απολύτως στις υψηλές απαιτήσεις, στις φωτογραφικές κόντρες της ηλιόλουλουστης, αγαπημένης θάλασσας με τα υποφωτισμένα νυχτερινά κέντρα, αλλά πάνω απ’ όλα στο μοναδικό sound design. Χωρίς τους ήχους, ταινία για τον Καζαντζίδη δεν…υπάρχει.
Αξιολόγηση: ***
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας