Τα πόδια των ανθρώπων είναι το πιο αδικημένο μέλος της ανθρώπινης φύσης, μικρέ μου. Έκανες τα πρώτα βήματα με τα ποδαράκια σου πριν μιλήσεις, πριν αρχίσεις να δημιουργείς με τα χεράκια σου, πριν ακόμα μάθεις να σκέφτεσαι.
Ποιος θα υμνήσει τα πόδια, όταν υπάρχει η καρδιά; Ποιος θα πει μια καλή κουβέντα για την κνήμη και την περόνη, όταν ο εγκέφαλος κλέβει την παράσταση; Ποιος θα πει μια γλυκιά λέξη για μια πατούσα, ακόμα κι αν αυτή ανήκει στον Άρμστρονγκ, που πάτησε στο φεγγάρι;
Μια οποιαδήποτε συμφωνία του Μπετόβεν είναι πολύ πιο δημοφιλής στο ΥouΤube από το ανθρώπινο ίχνος στη Σελήνη!
Ποιος θα παινέψει τα γόνατα, όταν τα χέρια και τα δάχτυλα κάνουν θαύματα; Ποιος θα ΄χει την τόλμη να πει μια καλή κουβέντα για τις φτέρνες, όταν τα μάτια βλέπουν έναν Πικάσο, τα αυτιά ακούνε Σοπέν, η μύτη μυρίζει ένα γιασεμί; Ε, ποιος;
Ποιος; Εγώ! Κι ευτυχώς όλοι οι μεγάλοι ποιητές! Όπως ο αγαπημένος μου Νερούδα, «Γυναικείο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια λευκά», ή ο Σεφέρης, «τα πόδια της μείναν ακόμα μαρμαρένια και χάθηκαν, μια ανάληψη…» , ο Παλαμάς, «εμείς δεν γονατίσαμε σκυφτοί, τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού».
Άκου τώρα, μικρέ, κι έναν τρυφερό Λειβαδίτη:
…«ένα παιδί κοιμάται, όλη τη μέρα έκλαψε. Αλλά τώρα χαμογελάει καθώς η Μεγάλη Άρκτος του γλείφει με τη χρυσαφιά της γλώσσα το ξεσκέπαστο πόδι του».
Κι ο αιρετικός Χριστιανόπουλος, «να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια, η αγάπη κερδίζεται με υποταγή». Ή ο Ελύτης, «Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη γη, ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς πάνω της».
Αμ ο σουρεαλιστής του έρωτα, ο Νίκος Εγγονόπουλος; «Οι μηροί της είναι οι τελευταίες αναλαμπές της σεμνής χαράς των οδοστρωτήρων, τα δυο της λατρευτά μικρά πόδια είναι το πράσινο τηλέφωνο με τα κόκκινα μάτια».
Και το αγαπημένο μου, του Τίτου Πατρίκιου, μικρέ μου:
Υμνώ τα πόδια που δεν αγγίζουν λες τη γη
σαν να ήσανε αέρινα, τις γάμπες σαν σπαθιά
που σκίζουνε στα δυο και το πιο βαθύ σκοτάδι
Υμνώ και τα πόδια με τους πρησμένους αστραγάλους
τα κότσια, τις τριχωμένες γάμπες τις χοντρές
μ’ εξογκωμένες φλέβες, φαγωμένες από κιρσούς
τα τσακισμένα γόνατα της δουλειάς, της ορθοστασίας
τα παχιά μεριά με βούλες απ’ την κυτταρίτιδα
τις αδρόσιστες, συγκαμένες, μέσα παρειές τους
τα κρεμαστά καπούλια με τους απόκρυφους καημούς.
ΥΓ.: Πάτα γερά, μικρέ μου!