Τέσσερις οργανώσεις που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικούς συλλόγους, επαγγελματίες δημόσιας υγείας και μικρές επιχειρήσεις κατέθεσαν σήμερα μήνυση, αμφισβητώντας την οδηγία της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ περί προσωρινού παγώματος ομοσπονδιακών δανείων, επιχορηγήσεων και άλλης οικονομικής βοήθειας.
Η μήνυση, που κατατέθηκε σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Ουάσινγκτον, στρέφεται κατά της οδηγίας που εξέδωσε χθες ο ασκών καθήκοντα επικεφαλής του αμερικανικού Γραφείου Διοίκησης και Προϋπολογισμού, η οποία θα μπορούσε να διαταράξει εκπαιδευτικά, υγειονομικά, στεγαστικά προγράμματα, αλλά και προγράμματα παροχής βοήθειας έπειτα από καταστροφές, καθώς και άλλες πρωτοβουλίες που βασίζονται σε ομοσπονδιακά κονδύλια ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ο Μάθιου Βιθ, ο ασκών καθήκοντα διευθυντή, δήλωσε ότι η χρήση των ομοσπονδιακών πόρων για πολιτικές που δεν ανταποκρίνονται στην ατζέντα του προέδρου «είναι σπατάλη χρημάτων των φορολογουμένων που δεν βελτιώνει τις καθημερινές ζωές εκείνων που υπηρετούμε».
Το υπόμνημα αναφέρει ότι στο «πάγωμα» περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, χρήματα που προορίζονταν «για ξένη βοήθεια» και για «μη κυβερνητικές οργανώσεις».
Ο Λευκός Οίκος επισήμανε ότι η αναστολή δεν θα επηρεάσει τις πληρωμές Κοινωνικής Ασφάλειας ή το πρόγραμμα Medicare ή ακόμα τη «βοήθεια που παρέχεται απευθείας σε μεμονωμένα πρόσωπα». Από το μέτρο πιθανότητα θα «γλυτώσουν» καταβολές επισιτιστικής βοήθειας για τους φτωχούς και αναπηρικά επιδόματα, αν και δεν είναι σαφές εάν θα επηρεαστούν προγράμματα υγειονομικής φροντίδας για βετεράνους και ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα.
Το υπόμνημα του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού υποστηρίζει ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δαπάνησε σχεδόν 10 τρισεκατομμύρια δολάρια το φορολογικό έτος 2024, με περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια να καταβάλλονται σε οικονομική βοήθεια όπως επιχορηγήσεις και δάνεια. Όμως, η πηγή αυτών των στοιχείων δεν είναι σαφής, το ακομμάτιστο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου υπολογίζει ότι οι κυβερνητικές δαπάνες για το 2024 ανέρχονται σε ποσό μικρότερο των 6,75 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το υπόμνημα αποτελεί την τελευταία κατά σειρά οδηγία της διοίκησης Τραμπ να αλλάξει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, τον μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας.
Το «πάγωμα» των δαπανών που διέταξε το Γραφείο Διαχείρισης και Προϋπολογισμού τίθεται σε ισχύ στις 24.00 ώρα Ελλάδας της 28ης Ιανουαρίου. Οι υπηρεσίες έχουν προθεσμία έως τη 10η Φεβρουαρίου να υποβάλουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με οποιοδήποτε πρόγραμμα που θα ανασταλεί.
Τι λέει το Σύνταγμα
Το αμερικανικό Σύνταγμα δίνει τον έλεγχο στο Κογκρέσο σε θέματα δαπανών, όμως ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, πως πιστεύει ότι ο πρόεδρος έχει την εξουσία να παρακρατεί χρήματα, εάν διαφωνεί.
Ένας νόμος του 1974 (που ονομάζεται Impoundment Control Act) καθορίζει διαδικασίες που έχουν σχεδιαστεί προκειμένου να περιορίζουν έναν πρόεδρο από το να μην δαπανά χρήματα, τα οποία έχει διαθέσει το Κογκρέσο.
Ο υποψήφιός του για τη θέση του διευθυντή προϋπολογισμού του Λευκού Οίκου Ράσελ Βόουτ, η επιλογή του οποίου δεν έχει προς το παρόν επικυρωθεί από τη Γερουσία, είναι επικεφαλής ενός think tank, το οποίο υποστηρίζει ότι το Κογκρέσο μπορεί να εξουσιοδοτήσει έναν πρόεδρο να ξοδέψει χρήματα, όμως δεν μπορεί να απαιτήσει από εκείνον να το κάνει.
Η εντολή του Τραμπ δεν επηρεάζει μονάχα ένα εύρος μη κερδοσκοπικών οργανισμών, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει στο χάος τις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις, που εξαρτώνται από την ομοσπονδιακή βοήθεια για τα πάντα, από την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων έως τα σχολικά γεύματα και τις ανάδοχες οικογένειες.
«Η εμβέλεια αυτής της τρομερής απόφασης είναι ουσιαστικά απεριόριστη και ο αντίκτυπός της θα γίνει αισθητός ξανά και ξανά», δήλωσε ο κορυφαίος Δημοκρατικός στη Γερουσία Τσακ Σούμερ.
«Μαχαιριά στην καρδιά» των Αμερικανών, το «πάγωμα» των δημοσίων δαπανών, λέει ο Τσακ Σούμερ
Η βούληση του Ντόναλντ Τραμπ να «παγώσει» τις δαπάνες που προβλέπονται στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό είναι «μια μαχαιριά στην καρδιά» των αμερικανικών οικογενειών, κατήγγειλε σήμερα ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ.
«Αυτή η απόφαση είναι παράνομη, επικίνδυνη, καταστροφική, σκληρή», δήλωσε ο Σούμερ, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, καταγγέλλοντας «μια γροθιά στην καρδιά της μέσης αμερικανικής οικογένειας», αφότου ο Λευκός Οίκος ζήτησε από τη διοίκηση να αναστείλει ένα μέρος των ομοσπονδιακών δαπανών που προορίζονται για τα προγράμματα βοήθειας.
«Είναι μια κλοπή, που πραγματοποιείται σε εθνική κλίμακα», συμπλήρωσε ο ίδιος.
«Ο πρόεδρος δεν μπορεί να αγνοεί τον νόμο και εμείς θα πολεμήσουμε αυτήν την πρωτοβουλία με κάθε μέσο», τόνισε ο Τσακ Σούμερ.
Ο ηγέτης των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ δήλωσε πως η κυβέρνηση δεν έχει την εξουσία να αναστείλει δαπάνες που είχαν εγκριθεί από το Κογκρέσο κι ότι το διάταγμα, εφόσον εφαρμοστεί, θα πλήξει εκατομμύρια Αμερικανούς.
«Θα οδηγήσει σε χαμένες μισθοδοσίες και καταβολές ενοικίων και κάθε τι ενδιάμεσο: χάος στα πάντα, από τα πανεπιστήμια έως τις χορηγίες σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, την κρατική βοήθεια για καταστροφές, την επιβολή του νόμου σε τοπικό επίπεδο, τη βοήθεια προς τους ηλικιωμένους και την παροχή τροφίμων για όσους την έχουν ανάγκη», επισήμανε ο Σούμερ σε μια ανάρτηση στο Χ αργά χθες.
«Αυτό το διάταγμα ισοδυναμεί ενδεχομένως με μια καταστροφική πυρκαγιά για τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και τους ανθρώπους και τις κοινότητες που υπηρετούν», δήλωσε η Ντάιαν Γέντελ, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος του Εθνικού Συμβουλίου Μη Κερδοσκοπικών Οργανισμών.
«Από την αναστολή της έρευνας για τον παιδικό καρκίνο έως τη διακοπή της επισιτιστικής βοήθειας, την ασφάλεια από την ενδοοικογενειακή βία και το κλείσιμο τηλεφωνικών γραμμών βοήθειας για πιθανούς αυτόχειρες, ο αντίκτυπος ακόμα και μιας σύντομης παύσης χρηματοδότησης θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφικός και να στοιχίσει ζωές».
Για μια παράνομη και επικίνδυνη ενέργεια έκαναν λόγο οι Δημοκρατικοί.
Σε μια επιστολή στον Βιθ αργά χθες το βράδυ, η γερουσιάστρια Πάτι Μάρεϊ και η βουλευτίνα Ρόουζ ΝτεΛάουρο, επικεφαλής των Δημοκρατικών της επιτροπής Πίστωσης του Προϋπολογισμού στο Κογκρέσο, επισημαίνουν ότι το διάταγμα είναι «τρομακτικό, πρωτοφανές και θα έχει καταστροφικές συνέπειες σε ολόκληρη τη χώρα».
Ο βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Τομ Έμερ δήλωσε πως ο Ντόναλντ Τραμπ προχωρά απλά στην υλοποίηση των υποσχέσεών του της προεκλογικής εκστρατείας.
«Πρέπει να κατανοήσετε ότι εξελέγη για να αναστατώσει το status quo. Αυτό θα κάνει. Δεν θα είναι τίποτα το ίδιο», δήλωσε ο Έμερ σε δημοσιογράφους στο Μαϊάμι.
Απελάσεις μεταναστών
Χωρίς να χάνει ούτε ώρα ο Ντόναλντ Τραμπ υλοποιεί την σκληρή ατζέντα του και για το μεταναστευτικό. Στις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ, ειδικά κλιμάκια εντοπίζουν παράτυπους μετανάστες ώστε να απελαθούν, ενώ ήδη αναχώρησαν πτήσεις με προορισμό και την Γουατεμάλα. Τα νότια σύνορα των ΗΠΑ έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ ακόμη και μεταξύ των νόμιμων μεταναστών επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα.
Με αλυσίδες στα χέρια και τα πόδια, 64 παράτυποι μετανάστες επιβιβάστηκαν σε στρατιωτικό αεροσκάφος από το Τέξας με προορισμό τη Γουατεμάλα. Οι απελαθέντες σε απόγνωση, οι περισσότεροι, χρωστούν χιλιάδες δολάρια στους διακινητές τους και αναγκαστικά επιστρέφουν εκεί απ’ όπου προσπάθησαν να γλιτώσουν.
Μετά τη διπλωματική κρίση και τις αμερικανικές απειλές με δασμούς και κυρώσεις, η Κολομβιανή κυβέρνηση μετέφερε με δικά της στρατιωτικά αεροσκάφη, σχεδόν διακόσιους απελαθέντες μετανάστες από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Μπογκοτά.
Ο Γκουστάβο Πέτρο, πρόεδρος Κολομβίας τόνισε πως, «είναι Κολομβιανοί, ελεύθεροι και αξιοπρεπείς, στη χώρα τους, που τους αγαπά».
Μετά την υπογραφή δέκα προεδρικών διαταγμάτων με το οποίο ο Ντόναλαντ Τραμπ προσπαθεί να περιορίσει το μεταναστευτικό ρεύμα και να διώξει μετανάστες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αρμόδια υπηρεσία προχωρά καθημερινά σε τουλάχιστον 700 συλλήψεις παράτυπων μεταναστών, αριθμός διπλάσιος από εκείνον επί προεδρίας Μπάιντεν.
Ακόμα και οι νόμιμοι μετανάστες φοβούνται. Στα μεξικανικά σύνορα στήνεται ένας γιγαντιαίος προσωρινός καταυλισμός προσφύγων. Και ενώ συνεχίζονται οι απελάσεις χιλιάδων μεταναστών, η πρόεδρος της χώρας καταγγέλλει ότι πολλοί εξ’ αυτών δεν ήταν Μεξικανοί πολίτες.
Σύμφωνα με το αμερικανικό Πεντάγωνο αναμένεται να απελαθούν πάνω από 5.000 μετανάστες που κρατούνται στο Ελ Πάσο και στο Σαν Ντιέγκο, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος εξετάζει το ενδεχόμενο απέλασης αιτούντων άσυλο και στο Ελ Σαλβαδόρ.