Παρά το γεγονός ότι από το μεσημέρι της Τετάρτης ο Λευτέρης Αυγενάκης έπαψε να είναι μέλος της Κ.Ο. της ΝΔ, εντούτοις η κυβέρνηση συνεχίζει να εμφανίζεται απολογούμενη – όχι μόνο για τη συμπεριφορά του πρώην υπουργού, αλλά και – για τη δική της αντίδραση και κυρίως για την ταχύτητα και την αποφασιστικότητα της αντίδρασης αυτής.
Ενδεικτική της αμηχανίας που επικρατεί στην κυβέρνηση ήταν η αντίδραση του εκπροσώπου της ΝΔ, Νίκου Ρωμανού, όταν σε εκπομπή της τηλεόρασης του Alpha αποκαλύφθηκε ότι η ομοσπονδία των εργαζομένων στις υπηρεσίες και το εμπόριο (ΟΣΕΥΠΕ) είχε ενημερώσει κυβέρνηση και βουλευτές για τη χειροδικία Αυγενάκη σε βάρος εργαζόμενου στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» από το απόγευμα της Τρίτης. Ο Ν. Ρωμανός αρκέστηκε να πει ότι «εγώ δεν έλαβα τέτοιο email. Με το που έγινε γνωστό το περιστατικό, έγιναν όλες οι απαραίτητες ενέργειες».
Από την πλευρά του, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, υποστήριξε ότι «η ποινή που υπεβλήθη ακαριαία στον κ. Αυγενάκη είναι η μέγιστη δυνατή ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε έναν βουλευτή. Η διαγραφή του από την Κ.Ο., η οποία συνεπάγεται και την αποχώρησή του από όλα τα όργανα του κόμματος. Όπως, ας πούμε, είναι το κορυφαίο όργανο, που είχα την τιμή να είμαι και Γραμματέας, το όργανο της Πολιτικής Επιτροπής. Και αυτό έγινε μέσα σε λίγες ώρες, αμέσως μόλις κατέστη εφικτή η παρουσία του στην καθ’ ύλην αρμόδια Επιτροπή Δεοντολογίας της ΝΔ».
Ωστόσο, δεν εξήγησε γιατί ο πρώην υπουργός δεν διεγράφη και από μέλος του κόμματος, ούτε του ζητήθηκε να παραδώσει την έδρα – μάλιστα, μετά την απόφαση της Επιτροπής Δεοντολογίας, ο ίδιος ο Λ. Αυγενάκης δήλωσε ότι «ήμουν και παραμένω βουλευτής του νομού Ηρακλείου και θα συνεχίσω να υπηρετώ τους πολίτες της Κρήτης με το ίδιο πάθος. Ανήκω στη ΝΔ και θα συνεχίσω να στηρίζω με όλες μου τις δυνάμεις την παράταξη και την κυβέρνησή μας» – παρότι η αντιπολίτευση καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει και σε αυτές τις ενέργειες, υπό το βάρος της πράξης του πρώην υπουργού.
Ο Π. Μαρινάκης προσπάθησε να… κάνει ντρίπλα στις σχετικές ερωτήσεις, λέγοντας ότι ο διαγραφείς βουλευτής δεν θα είναι ξανά υποψήφιος με τη ΝΔ στις επόμενες εθνικές εκλογές και υποστηρίζοντας ότι ήδη από το βράδυ της Τρίτης συνεργάτης του πρωθυπουργού είχε επικοινωνήσει με τον Λ. Αυγενάκη και είχε ζητήσει εξηγήσεις για το περιστατικό, αποδίδοντας ουσιαστικά την καθυστέρηση της διαγραφής του πρώην υπουργού από την Κ.Ο. της ΝΔ στο… γραφειοκρατικό του πράγματος και στο γεγονός ότι ο Λ. Αυγενάκης έπρεπε να επιστρέψει στην Αθήνα από την Κρήτη.
Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, ο τρόπος χειρισμού του όλου θέματος έχει προκαλέσει προβληματισμό στην κυβέρνηση, καθώς ήδη από το μεσημέρι της Τρίτης το περιστατικό ήταν γνωστό σε δημοσιογραφικά γραφεία και σε πολιτικά πρόσωπα, οπότε υπάρχει ένα, ας πούμε, χρονικό κενό περίπου μιας ημέρας, μέχρι τη διαγραφή του πρώην υπουργού, ενώ κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι είχαν υπάρξει και σκέψεις για μικρότερη ποινή, οι οποίες, όμως,… πετάχτηκαν από το παράθυρο, όσο «φούντωνε» το θέμα και κυκλοφορούσε το επίμαχο βίντεο από το αεροδρόμιο.
Ο προβληματισμός που προαναφέρθηκε έχει στο επίκεντρό του κυρίως την ταχύτητα αντίδρασης της κυβέρνησης, αλλά και την αποφασιστικότητά της μπροστά σε ένα περιστατικό που πιστοποιούσε τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης για αλαζονεία και καθεστωτισμό. Σημειώνεται, δε, ότι σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης ήταν πιο άμεσα και πιο αποτελεσματικά: για παράδειγμα, βουλευτής που αποκαλύφθηκε ότι είχε ως μη όφειλε συναλλαγές με το κράτος, παραιτήθηκε και παρέδωσε την έδρα του σε χρόνο… dt.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι από την κυβέρνηση λείπει ένας αποτελεσματικός «enforcer», ο οποίος θα λειτουργεί προληπτικά και αποτρεπτικά για συμπεριφορές που προκαλούν αρνητικές εντυπώσεις στην κοινωνία, αλλά και «θαμπώνουν» την προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να αλλάξει τη ατζέντα μετά το «στραπάτσο» των ευρωεκλογών και να δείξει εμπράκτως ότι η κυβέρνηση έλαβε το μήνυμα και κάνει ό,τι μπορεί για να βελτιώσει ουσιαστικά την καθημερινότητα των πολιτών.