Για πρώτη φορά μετά δώδεκα και πλέον χρόνια, η αλλαγή ισορροπιών στο χώρο της κεντροαριστεράς διαφαίνεται ως ένα παραπάνω από πιθανό σενάριο ή και μία πολύ ισχυρή προοπτική.
Ο συνδυασμός της μεγάλης συμμετοχής στην πρόσφατη εκλογική διαδικασία στο ΠΑΣΟΚ για την ανάδειξη αρχηγού και της παρατεταμένης κρίσης, που φαίνεται να οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη διάσπαση τον ΣΥΡΙΖΑ, επιτρέπουν την εκτίμηση ότι μέσα στο επόμενο εξάμηνο μπορεί να έχει αλλάξει πλήρως το πεδίο στην κεντροαριστερά.
Μάλιστα η όλη κατάσταση αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμα και να αλλάξουν οι ρόλοι στη Βουλή: Το ΠΑΣΟΚ είναι πιθανό να αναδειχθεί εκ των πραγμάτων και χωρίς να κάνει οτιδήποτε από μόνο του – παρά να μείνει ενωμένο και τίποτε άλλο – στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αρκεί να αποχωρήσουν από το ΣΥΡΙΖΑ πέντε βουλευτές σε οποιοδήποτε σενάριο διάσπασης. Ένα όχι και τόσο δύσκολο ενδεχόμενο, εάν αναλογιστεί κανείς το βάθος και την ένταση της κρίσης στην Κουμουνδούρου.
Τα δεδομένα:
Ο Νίκος Ανδρουλάκης καλείται να αξιοποιήσει το μομέντουμ, που έχει προκύψει μετά τις εκλογές στο ΠΑΣΟΚ. Εάν αυτή τη φορά «ανοίξει» το παιχνίδι, εντάξει στην ηγετική ομάδα τα πρωτοκλασάτα στελέχη, ειδικά αυτά που μπήκαν στην κούρσα της διαδοχής και συνθέσει τη νέα γενιά στελεχών με την εμπειρία που διαθέτει το Κίνημα, τότε θέτει μία βάση για να κεφαλαιοποιήσει τα δημοσκοπικά κέρδη, που ήδη καταγράφονται, αλλά κυρίως να καλύψει το κενό αντιπολίτευσης και εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης, απέναντι στον Μητσοτάκη.
Η αξιοποίηση, όχι πρόσκαιρα και «από υποχρέωση» για να αντιμετωπιστεί απλά η «πίεση», αλλά με ουσιαστικούς ρόλους, στελεχών όπως ο Χάρης Δούκας, ο Παύλος Γερουλάνος, η Άννα Διαμαντοπούλου, μπορεί να ενισχύσει την εικόνα «παράταξης» για το ΠΑΣΟΚ.
Ακόμα κι αν ο Ανδρουλάκης δεν καταφέρει να ξεπεράσει τα όριά του και να εκτοξευθεί δημοσκοπικά, η μονιμοποίηση στη δεύτερη θέση με ποσοστά κοντά και γύρω στο 20%, του επιτρέπουν να εμφανίζεται ως κυρίαρχη δύναμη στην κεντροαριστερά. Και να «δηλώνει» ως ο κορμός μίας εναλλακτικής λύσης στη διακυβέρνηση της χώρας από τον προοδευτικό χώρο.
Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει εντελώς ανίκανος όπως είναι σήμερα να ανταποκριθεί στις βασικές προκλήσεις. Το πλήγμα στην εικόνα της «δημοκρατικότητας» που επέφερε η τακτική των «87» και των συμμάχων τους, προκειμένου να καθαιρέσουν και να αποκλείσουν τον Στέφανο Κασσελάκη – σε αντίστιξη με ό,τι συνέβη στο ΠΑΣΟΚ μάλιστα – δεν έχει πλήξει τελικά τον Κασσελάκη, αλλά συνολικά τον χώρο, ο οποίος απαξιώνεται στη χλεύη των δημοκρατικών πολιτών και της ίδιας της βάσης του κόμματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ακέφαλος εδώ και ενάμισι μήνα και θα παραμείνει έτσι για τουλάχιστον ακόμα έναν. Εάν μάλιστα αναβληθεί το συνέδριο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει σε τυφλή πορεία για πολύ καιρό ακόμα. Εάν διεξαχθεί κανονικά, το πιθανότερο είναι να επιταχύνει μία διάσπαση που ουσιαστικά έχει επισυμβεί.
Τα μονοψήφια ποσοστά που καταγράφει ο ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις είναι ενδεικτικά της «χλωμής» προοπτικής του και της αδυναμίας να αναταχθεί στο άμεσο μέλλον η δυναμική και η απήχησή του.
Ακόμα και μία πρόωρη επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα – ο οποίος πάντως δεν φαίνεται να έχει την παραμικρή διάθεση προς τούτο – σε ενοποιητικό ρόλο, δεν φαίνεται ικανή να αλλάξει το ρου.
Το πότε και πώς θα κοπεί ο γόρδιος δεσμός στον ΣΥΡΙΖΑ θα κρίνει πολλά από την επόμενη ημέρα του χώρου, αλλά πολύ δύσκολα θα αντιστρέψει τη δυναμική των πραγμάτων και των ισορροπιών με το ΠΑΣΟΚ.
Στις εκλογές του Μαΐου 2012, ήταν η πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε το ΠΑΣΟΚ και έκτοτε ο συσχετισμός αυτός αμφισβητήθηκε μόνο δημοσκοπικά, σε κάποιες μετρήσεις τα τελευταία τρία χρόνια επί αρχηγίας Ανδρουλάκη.
Αλλά μετά το κλείσιμο της ψαλίδας στις πρόσφατες ευρωεκλογές και τις διαφορετικές εξελίξεις που συμβαίνουν στα δύο κόμματα, η περίοδος κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να έχει ημερομηνία λήξης.
Διαβάστε επίσης
Επαναφορά δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα στους εργαζόμενους και συνταξιούχους ζητά το ΚΚΕ