Η συζήτηση για το μεταναστευτικό έδωσε την ευκαιρία στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να στρέψει τα πυρά του στα κόμματα στα δεξιά της ΝΔ, τα οποία το τελευταίο διάστημα ασκούν σκληρή κριτική στην κυβέρνηση για το χειρισμό, τόσο του ζητήματος αυτού, όσο και των λοιπών εθνικών θεμάτων.
Όπως είχε γράψει το topontiki.gr, η κυβέρνηση σε ανώτατο επίπεδο πλέον θα απαντά σε όσα της καταλογίζουν τα κόμματα της πιο «hardcore» δεξιάς στη χώρα. Και πριν αλέκτωρα φωνήσαι ο Κ. Μητσοτάκης «σήκωσε το γάντι» και επιτέθηκε με σφοδρότητα και βαρείς χαρακτηρισμούς:
«Αναρωτιέμαι: πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς προστατεύαμε τα σύνορα της Ελλάδος στον Έβρο; Πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν εμείς επεκτείναμε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια στο Ιόνιο; Όταν υπογράφαμε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη με την Αίγυπτο, δημιουργώντας κυριαρχικά δικαιώματα με τη βούλα, με το νόμο; Πού ήταν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες όταν αγοράζαμε τις Belh@rra, τα Rafale; Όταν κάναμε την παραγγελία για τα F-35;».
Συνεχίζοντας στον ίδιο τόνο, ο πρωθυπουργός είπε ότι «έχω μιλήσει και στο παρελθόν για “πατριώτες της φακής”. Και, εν πάση περιπτώσει, σήμερα η Ελλάδα είναι σε θέση να συζητά με την Τουρκία πολιτισμένα, αλλά και σε μία θέση πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι ήταν το 2019. Και το ότι το συζητάμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε. Ούτε ξεπουλάμε, ούτε προδίδουμε κανέναν», προσθέτοντας, μάλιστα, ότι «η Ελλάδα, και σε αυτό στηρίζω απόλυτα τον υπουργό Εξωτερικών, θα εξακολουθεί να συνομιλεί με την Τουρκία, όπως το έχουμε ήδη κάνει. Έχω συναντηθεί έξι φορές με τον κ. Ερντογάν. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε συμφωνήσει ή ότι είμαστε κοντά σε μία συμφωνία για τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, αλλά ήθελα να δώσω αυτή τη λίγο πιο εκτεταμένη απάντηση προς όλους αυτούς οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πιο πατριώτες από ότι είμαστε όλοι εμείς. Υποψιάζομαι ότι σε μία πραγματική κρίση θα ήταν οι πρώτοι που θα έβαζαν την ουρά στα σκέλια».
Αιχμές κατά Σαμαρά
Από τις… βολές του Κ. Μητσοτάκη δεν ξέφυγε ούτε ο πρώην πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος από την Κύπρο άσκησε κριτική στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, μιλώντας για «νέους εμπαιγμούς σε βάρος της Κύπρου ή “λύσεις” άδικες και καταστροφικές, όπως αυτές που ακούγεται ότι “μαγειρεύονται” -εκ παραλλήλου και με το Αιγαίο πλέον. Και λύσεις συγκαλυμμένης διχοτόμησης. Που θα είναι το επόμενο βήμα της πλήρους τουρκοποίησης», προσθέτοντας με νόημα ότι «τα “ήρεμα νερά”, όταν οδηγούν σε σιωπηλή αποδοχή τετελεσμένων, φέρνουν πάντα τεράστιες φουρτούνες».
Απαντώντας, λοιπόν, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «για τον κ. Σαμαρά, θα πω ότι οι απόψεις του είναι σεβαστές. Θέλω να θυμίσω, ήταν τέως Πρωθυπουργός, ήταν άνθρωπος ο οποίος συναντήθηκε με τον κ. Ερντογάν και επί διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά και με υπουργό τον κ. Βενιζέλο γίνονταν και διερευνητικές επαφές. Απλά για να υπενθυμίσω λίγο τι συνέβαινε εκείνη την περίοδο».
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση έχει πλέον πάρει απόφαση να μην αφήνει τίποτα να «πέφτει κάτω» και να μην επιτρέπει στα κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της ΝΔ να «κάνουν παιχνίδι» με κρίσιμα ζητήματα, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η ασφάλεια της χώρας ή το μεταναστευτικό (παιχνίδι που τους δίνει δημοσκοπικά κέρδη: στην τελευταία μέτρηση της GPO, η Ελληνική Λύση συγκεντρώνει ποσοστό 8,1%, η Νίκη 3% και η Φωνή Λογικής 4,4%), θέματα για τα οποία σημαντικό μέρος της εκλογικής βάσης της ΝΔ έχει ιδιαίτερη ευαισθησία.
Ωστόσο, η απόφαση του Κ. Μητσοτάκη να απαντήσει στον Α. Σαμαρά αποτελεί μια νέα ποιοτική διαφοροποίηση (ως τώρα τις τοποθετήσεις του πρώην πρωθυπουργού τις σχολίαζαν είτε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, είτε πηγές του Μαξίμου με τη μονότονη φράση ότι «οι θέσεις Σαμαρά είναι γνωστές και ως πρώην πρωθυπουργός έχει δικαίωμα να τις εκφράζει»). Ακόμα περισσότερο, η αναφορά Μητσοτάκη στις επαφές Ελλάδας – Τουρκίας επί πρωθυπουργίας Σαμαρά στέλνει το μήνυμα ότι υπάρχουν όρια στην κριτική που θα δέχεται και θα ανέχεται από τον προκάτοχό του στο τιμόνι της ΝΔ. Το ερώτημα, πλέον, είναι αν ο Α. Σαμαράς θα απαντήσει ή αν θα υπάρξει, ούτως ειπείν, αποκλιμάκωση στη συγκεκριμένη φάση.