Εδώ και περίπου δύο εβδομάδες, στα απανταχού πολιτικά πηγαδάκια ήταν κοινό μυστικό ότι ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, είχε καταλήξει στο πρόσωπο που η Αθήνα θα πρότεινε στις Βρυξέλλες για τη θέση του Έλληνα Επιτρόπου: στον Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολο Τζιτζικώστα.
Έτσι, ουδείς εξεπλάγη όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, στη διάρκεια του μπρίφινγκ ανακοίνωσε ότι ο Α. Τζιτζικώστας πήρε το… χρίσμα της κυβέρνησης για να εκπροσωπήσει τη χώρα στο Κολέγιο των Επιτρόπων για τα επόμενα πέντε χρόνια, προσθέτοντας ότι «η επιλογή του κ. Τζιτζικώστα είναι μια επιλογή με πολιτικά χαρακτηριστικά, η οποία αναδεικνύει τη σημασία της Μακεδονίας και της Βόρειας Ελλάδας για την Ευρώπη, ως μια περιοχή με στρατηγική θέση, διασυνδεσιμότητα και γεωπολιτική σημασία τόσο για τα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όσο και ως βορειοανατολικό άκρο της Μεσογείου».
Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στη συνάντησή του με τον Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας στο Μαξίμου, όπου ο Κ. Μητσοτάκης σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «έχεις διαδραματίσει μια σπουδαία πορεία στη Τοπική Αυτοδιοίκηση, εκλεγμένος Περιφερειάρχης για μία δεκαετία και με πολύ υψηλά ποσοστά, κάτι το οποίο δείχνει μια ευρύτερη πολιτική αποδοχή, στη δεύτερη μεγαλύτερη Περιφέρεια της χώρας. Αλλά ταυτόχρονα είσαι και ένας άνθρωπος που γνωρίζει καλά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς καθώς έχεις διατελέσει Πρόεδρος της Επιτροπής των Περιφερειών. Πιστεύω ότι ακριβώς η σύνδεση μεταξύ της δυνατότητας να ενώνει κανείς τις τοπικές και περιφερειακές προτεραιότητες με τις μεγάλες ευρωπαϊκές επιταγές σε καθιστούν ένα πρόσωπο το οποίο έχει όλα τα εχέγγυα να φέρει εις πέρας αυτή την πολύ δύσκολη και εθνικά απαιτητική αποστολή του να είσαι ο επόμενος Έλληνας Επίτροπος στις Βρυξέλλες».
Όλα αυτά ακούγονται πολύ ενδιαφέροντα και, προφανώς, η εξοικείωση του Α. Τζιτζικώστα με το απαιτητικό ευρωπαϊκό γίγνεσθαι βάρυνε στην επιλογή του Κ. Μητσοτάκη. Ωστόσο, όπως είπε και ο Π. Μαρινάκης, «η επιλογή του κ. Τζιτζικώστα είναι μια επιλογή με πολιτικά χαρακτηριστικά», φράση που μπορεί εύκολα να συνδεθεί και με τα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της Κ.Ο. και του κόμματος της ΝΔ, μετά το «στραπάτσο» των ευρωεκλογών και το… αντάρτικο στο οποίο έχουν βγει πολλοί βουλευτές και στελέχη της παράταξης, ζητώντας να γίνει μια σαφής δεξιά στροφή, τόσο στα πρόσωπα, όσο και στις πολιτικές της κυβέρνησης. Κάτι που άρχισε με τον – μικρής έκτασης – ανασχηματισμό της κυβέρνησης, συνεχίστηκε με την… αποπασοκοποίηση των γενικών γραμματειών και κορυφώνεται με την επιλογή Τζιτζικώστα για τη θέση του Επιτρόπου από την Ελλάδα.
Ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, άλλωστε, είναι… αναντάμ-παπαντάμ ΝΔ και, παρά το τεχνοκρατικό και αποτελεσματικό προφίλ που έχει καλλιεργήσει, έχει πολύ θετικό «γκελ» και με τους πιο συντηρητικούς ψηφοφόρους μιας ευρύτερης περιοχής (της Βόρειας Ελλάδας), όπου η ΝΔ πιέστηκε αρκετά από τα κόμματα στα δεξιά της στις ευρωεκλογές. Επίσης, είναι ένας από τους αιρετούς που είχε αρμονική συνεργασία με το Μαξίμου, ουδείς μπορεί να τον ψέξει για κινήσεις «εκτός γραμμής» και που, χωρίς να παραβλέπει το ρόλο του ως Περιφερειάρχης, πάντα λειτουργούσε ως «στρατιώτης» της παράταξης, που, παρεμπιπτόντως, έχει καλές σχέσεις και με τους δύο πρώην πρωθυπουργούς – Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά – οι οποίοι πρόσφατα άσκησαν δριμεία εκ δεξιών κριτική στην κυβέρνηση.
Με την επιλογή Τζιτζικώστα, ο Μητσοτάκης στέλνει άλλο ένα μήνυμα στο κόμμα, ότι δεν ξεχνά τις δεξιές ρίζες του και ταυτόχρονα αποδεικνύει ότι έλαβε ο ίδιος το μήνυμα που έστειλαν μετά τις κάλπες τις 9ης Ιουνίου πολίτες και στελέχη της ΝΔ. Ας σημειωθεί, πάντως, ότι εκτιμάται ότι η επιλογή Τζιτζικώστα ίσως κοστίσει στο πόσο «δυνατό» θα είναι το χαρτοφυλάκιο που θα αναλάβει η Ελλάδα, κάτι που θα γίνει γνωστό ως το τέλος του μήνα. Εν ολίγοις, κοντός ψαλμός, αλληλούια…