Μπορεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να έχει, σε πολλές περιστάσεις, αναγνωρίσει τα οφέλη της αξιοποίησης έργων τέχνης μέσα στην καθημερινή διδασκαλία, ωστόσο η ένταξης της τέχνης στο διδακτικό πρόγραμμα, παρά τις όποιες προσπάθειες, παρουσιάζει ακόμα προκλήσεις.
Η νέα μελέτη της διαΝΕΟσις, η οποία υπογράφεται από έξι συγγραφείς, με επιστημονικό υπεύθυνο τον ομότιμο καθηγητή στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Αλέξη Κόκκο, ασχολείται ακριβώς με αυτό το θέμα. Καταγράφει με λεπτομέρεια την υφιστάμενη κατάσταση, με τα κενά και τις ελλείψεις της, καταγράφει καλές πρακτικές από τον διεθνή και ελλαδικό χώρο και τελικά προτείνει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την αξιοποίηση εικαστικών, λογοτεχνικών, θεατρικών, μουσικών, κινηματογραφικών και χορευτικών έργων τέχνης στα ελληνικά σχολεία – από το νηπιαγωγείο μέχρι το λύκειο.
Η αξιοποίηση έργων τέχνης μέσα στην καθημερινή διδασκαλία, όπως δείχνει η διεθνής πρακτική, μπορεί να γίνει ένα αποτελεσματικό και ενδιαφέρον εργαλείο μάθησης και να βοηθήσει στην εμπέδωση και στην πιο βιωματική κατανόηση πολλών γνωστικών αντικειμένων. Τέλος, οξύνει δεξιότητες των παιδιών, όπως η φαντασία, η προσαρμοστικότητα, η συνεργασία και η ικανότητα για αναστοχασμό – δεξιότητες ιδιαίτερα χρήσιμες για τη σημερινή εποχή. Παρουσιάζει, δηλαδή, ευρύτερα οφέλη για ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας και τελικά για τους νέους της.
Ποια είναι όμως η κατάσταση στα ελληνικά σχολεία σήμερα; Ποιες προσπάθειες γίνονται ήδη, πώς αποδίδουν και τι μπορεί να βελτιωθεί; Η μελέτη δίνει λεπτομερή εικόνα της κατάστασης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και του βαθμού στον οποίο το ελληνικό σχολείο αξιοποιεί την τέχνη στα προγράμματα σπουδών.
Διαπιστώθηκε ότι 8 στους 10 εμφανίζονται ότι επίσης αναγνωρίζουν την αξία αυτών των πρακτικών. Επομένως, μοιάζει να υπάρχει ένα «εύφορο» έδαφος.
Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή ενσωμάτωσης της τέχνης στο σχολείο, όπως συμβαίνει σήμερα, αντιμετωπίζει προκλήσεις.
Προκειμένου να διερευνήσει την υφιστάμενη κατάσταση, η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δειγματοληπτικά κάποια κεφάλαια από τα προγράμματα μερικών μαθημάτων, στο δημοτικό, στο γυμνάσιο και στο λύκειο: της «Νεοελληνικής Γλώσσας» δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου, των «Μελέτης Περιβάλλοντος» και «Φυσικών» του δημοτικού, καθώς και της «Φυσικής» γυμνασίου και λυκείου. Οι ερευνητές εντόπισαν τις αναφορές σε έργα τέχνης, αλλά και κατέγραψαν το πώς αυτά εντάσσονται στη διαδικασία της μάθησης: Κατά πόσο και πώς τα εγχειρίδια ή οι οδηγίες προς τους εκπαιδευτικούς προβλέπουν την εμπλοκή των μαθητών, αν προτείνουν κάποια μέθοδο επεξεργασίας των έργων και, αν, με βάση κάποια δεδομένα πρότυπα, η σύνδεση με τα διδασκόμενα θέματα κρίνεται επαρκής.
Είναι ενθαρρυντικό το ότι αυτή η δειγματοληπτική μέτρηση εντόπισε πραγματικά πολλές αναφορές σε έργα τέχνης: Τουλάχιστον 79 στα δύο κεφάλαια όπου εστιάζει η ανάλυση σε καθένα μάθημα. Ωστόσο, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της καθεμίας αναφοράς παρουσιάζουν διακυμάνσεις: 24-63% από αυτές απλώς αναφέρουν έργα τέχνης και δεν περιλαμβάνουν προτάσεις και μεθόδους για την περαιτέρω εμπλοκή των μαθητών. Για παράδειγμα, στο βιβλίο των μαθητών της Γ’ Λυκείου για τη “Νεοελληνική Γλώσσα” παρουσιάζεται, σε αντίστοιχο κεφάλαιο, ο πίνακας του Νικολάου Γύζη “Το κρυφό σχολειό”, χωρίς, όμως, να υπάρχει επιπλέον αναφορά στο πώς προσεγγίζεται το έργο και πώς σχετίζεται με το υπόλοιπο μάθημα. Φυσικά, υπάρχουν και παραδείγματα στον αντίποδα: Στη “Μελέτη Περιβάλλοντος” της Β’ Δημοτικού η αναφορά στον ναό του Ποσειδώνα συνδυάζει την παρατήρηση, την ανάλυση του έργου και τελικά τη σύνδεσή του με την ύλη που διδάσκεται. Όμως, τέτοιες περιπτώσεις δημιουργικής εμπλοκής με τα έργα και ταυτόχρονα ολοκληρωμένης σύνδεσης με το μάθημα είναι πιο σπάνιες· φαίνεται ότι αφορούν μόνο 7-15% των εντοπισμένων αναφορών.
Οι συγγραφείς της μελέτης, από την ίδια ανάλυση των αναφορών παρατηρούν κάτι ακόμα: Η κάθε τέχνη δεν εκπροσωπείται στον ίδιο βαθμό στις αναφορές των σχολικών μαθημάτων. Επικρατούν οι αναφορές στη λογοτεχνία και στα εικαστικά, ενώ οι αναφορές σε μουσικά ή κινηματογραφικά έργα είναι πολύ πιο σπάνιες, ενώ απουσιάζουν εντελώς οι αναφορές στον χορό.
Η ίδια αντανάκλαση της δυσκολίας της ενσωμάτωσης της τέχνης στο σχολείο φαίνεται και από τους Οδηγούς Εκπαιδευτικού και τα Προγράμματα Σπουδών των αντίστοιχων μαθημάτων (τα οποία βέβαια είναι υπό αναδιαμόρφωση). Συχνά οι αναφορές στα έργα τέχνης δεν συνοδεύονται από σαφείς οδηγίες προς τους εκπαιδευτικούς ως προς το πώς να τα συνδέσουν με το μάθημα, ή ακόμα και από κάποια πρόβλεψη διδακτικού χρόνου που να είναι επαρκής για μια τέτοια διαδικασία. Η μελέτη αναφέρεται επίσης εκτενώς στις υπάρχουσες, αλλά και στις απαιτούμενες υλικοτεχνικές υποδομές για μια καλύτερη ενσωμάτωση των τεχνών στο μάθημα, αλλά και σε άλλες κρίσιμες παραμέτρους, όπως είναι οι σχολικές επισκέψεις σε πινακοθήκες και άλλους χώρους πολιτισμού, και οι σχολικές βιβλιοθήκες.
Τα εκπαιδευτικά συστήματα αρκετών χωρών έχουν ενσωματώσει παρόμοιες προσεγγίσεις και χρησιμοποιούν την τέχνη στα προγράμματα σπουδών τους. Η μελέτη της διαΝΕΟσις ξεχωρίζει ειδικότερα τις περιπτώσεις της Ιρλανδίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, στις οποίες αναφέρεται πιο εκτενώς.
Επομένως, παρότι οι σχετικοί θεσμοί του κράτους όπως το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, αλλά και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν τα οφέλη από τη μαθησιακή αξιοποίηση των έργων τέχνης, υπάρχει ένα σημαντικό κενό στην πράξη. Τι μπορεί να γίνει; Πώς μπορεί να καλυφθεί ένα τέτοιο κενό;