Η δημοσκόπηση της MRB που παρουσίασε χθες το Open επιβεβαίωσε τους φόβους που προκάλεσε σε κυβερνητικά στελέχη πριν από λίγες μέρες η πρώτη δημοσκόπηση μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, της interview και στην οποία η Νέα Δημοκρατία ήταν κοντά στο 22%.
Με έναν ΣΥΡΙΖΑ να σπαράσσεται από τις εσωτερικές του συγκρούσεις και αμφισβητήσεις και με ένα ΠΑΣΟΚ να ψάχνει τη νέα του ηγεσία, η μείωση των ποσοστών της κυβέρνησης ανησυχεί σφόδρα τα κυβερνητικά στελέχη και τους γαλάζιους βουλευτές.
Από 22% στην interview, η πρόθεση ψήφου πέφτει στο 21,6% στη χθεσινό δημοσκόπηση της MRB, αρκετά κάτω από το ποσοστό των ευρωεκλογών.
Και μπορεί με την αναγωγή των αναποφάσιστων αυτό να πλησιάζει στο ποσοστό των ευρωεκλογών, όμως όπως έδειξε και το πρόσφατο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών η αναλογική κατανομή των αναποφάσιστων δεν είναι πάντοτε σωστή ούτε οδηγεί οπωσδήποτε στο αποτέλεσμα που από αυτή προκύπτει.
Διάχυτη απογοήτευση και φόβος μη αναστρεψιμότητας
Μάλιστα ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί στην κυβέρνηση η ερώτηση για το πώς πάνε τα πράγματα στη χώρα καθώς το άσχημα από 56,3% τον Ιούνιο ανεβαίνει τώρα στο 63,3% ενώ το καλά από 15,9% υποχωρεί στο 10,8%.
Όπως ανέφερε και ο διευθύνων σύμβουλος της MRB Δημήτρης Μαύρος συνήθως η αύξηση του ποσοστού ότι τα πράγματα πάνε άσχημα ενισχυόταν από την ουδέτερη δεξαμενή ενώ τώρα τροφοδοτείται κατευθείαν από γαλάζιους ψηφοφόρους που μέχρι τον Ιούνιο έλεγαν ότι τα πράγματα πάνε καλά.
Στην κυβέρνηση περιμένουν με αγωνία τις δημοσκοπήσεις που θα διεξαχθούν μετά την Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και τα όσα θα ανακοινώσει ο πρωθυπουργός σε μία προσπάθεια να κάνει λίφτινγκ και restart στην κυβερνητική πορεία. Εάν τα πράγματα διορθωθούν κάποια χαμόγελα μπορεί να επιστρέψουν σε κάθε περίπτωση όμως έμπειρα κοινοβουλευτικά στελέχη αναφέρουν ότι η Νέα Δημοκρατία έχει περιθώριο να αντιστρέψει την κακή εικόνα που έχει για αυτήν σήμερα η κοινωνία μέχρι το τέλος αυτής της χρονιάς. “Εάν πάμε στο 2025 και τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων είναι περίπου αυτά που είδαμε τις τελευταίες εβδομάδες τα πράγματα τότε μπορεί να είναι και μη αντιστρέψιμα” λένε σε συζητήσεις μεταξύ τους έστω και αν τα τρία χρόνια διακυβέρνησης είναι ένας μεγάλος πολιτικός χρόνος.
Χωρίς αμφιβολία η ακρίβεια που χτυπάει τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα αλλά και την μεσαία τάξη είναι ένας από τους λόγους της πτώσης των ποσοστών της κυβέρνησης μαζί με τα διάφορα φάλτσα και τις αρρυθμίες που συνόδευσαν τον πρώτο χρόνο της δεύτερης τετραετίας.
Ο πρωθυπουργός έχει κατανοήσει το βάθος αυτού του προβλήματος γι’ αυτό και επαναλαμβάνει ότι στόχος αυτής τετραετίας είναι η αύξηση των εισοδημάτων.
Έχει γίνει επίσης κατανοητό ότι τα επιδόματα της προηγούμενης περιόδου δεν είναι πια ένα ισχυρό κίνητρο για τους πολίτες προκειμένου να συνεχίσουν να στηρίζουν την κυβέρνηση.
Όπως λένε γαλάζιοι βουλευτές τώρα απαιτούνται πιο ριζικές παρεμβάσεις σε καρτέλ, πολυεθνικές και υπερκέρδη επιχειρήσεων προκειμένου ο υπερσυσσωρευμένος πλούτος να μοιραστεί δίκαια και έτσι τα επιδόματα της προηγούμενης περιόδου να γίνουν μόνιμη αύξηση εισοδήματος. Η άποψη ότι οι κυβερνήσεις πέφτουν από την δύναμη που έχει ή δεν έχει το πορτοφόλι κάθε νοικοκυριού συνεχίζει και παραμένει πίστη σε πολλούς νεοδημοκράτες βουλευτές οι οποίοι εκτιμούν ότι πέρα από τις δεξιές και κεντροδεξιάς στροφές αυτό που θα οξυγονώσει ξανά την κυβέρνηση είναι η εμπέδωση με απτά αποτελέσματα στον πολίτη ότι μπορεί να αποκτήσει εκ νέου τις δυνατότητες να αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια και αισιοδοξία την καθημερινότητα και την ζωή του.
Η ανησυχία για Λατινοπούλου και ο εκλογικός νόμος
Επίσης ένα άλλο εύρημα που προβληματίζει τα κυβερνητικά στελέχη είναι η αύξηση των ποσοστών μικρότερων κομμάτων στα δεξιά και στα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας με την Φωνή λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου να μπαίνει στη Βουλή συγκεντρώνοντας ποσοστό πάνω από το αναγκαίο 3% αλλά και την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου να εκτοξεύεται πάνω από το 6%, ως μία ένδειξη επιστροφής της αντισυστημικότητας στην κοινωνική συμπεριφορά.
Γι’ αυτό και το θέμα της αλλαγής του εκλογικού νόμου έχει επιστρέψει στις συζητήσεις ορισμένων κυβερνητικών στελεχών όχι τόσο στο επίπεδο της μείωσης του ποσοστού που θα χρειάζεται το πρώτο κόμμα για να αποκτήσει αυτοδυναμία όσο στην αύξηση του ποσοστού (στο 5% ίσως), που θα χρειάζεται ένα ακόμα προκειμένου να μπει στη Βουλή ποσοστό που σήμερα είναι στο 3%.
Σε κάθε περίπτωση καταλύτης για όλες τις εξελίξεις και τις αποφάσεις θα είναι η δημοσκοπική εικόνα που θα έχει το κυβερνών κόμμα στο τέλος του 2024.