Το συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων ξεκινά σήμερα και η υψωμένη γροθιά του αιματοβαμμένου Τραμπ θα γίνει το εμβληματικό σύμβολο αυτού του συνεδρίου, το οποίο θα δώσει και τυπικά το χρίσμα, ώστε ο ίδιος να είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
Πολλοί θεωρούν βέβαιο πλέον ότι η φωτογραφία με την υψωμένη γροθιά, όχι μόνο θα γίνει αφίσα, αλλά θα τον οδηγήσει σε μια δεύτερη θητεία στο Λευκό Οίκο.
Όπως γράφουν πολιτικοί αναλυτές, η υψωμένη γροθιά και η προτροπή «fight» είναι εικόνες μιας καμπάνιας που πολύ δύσκολα μπορεί να χάσει.
Ωστόσο πιο ψύχραιμοι αναλυτές αλλά και πολιτικοί φοβούνται πως ότι συνέβη στην συγκέντρωση του Tραμπ δεν είναι κάτι μεμονωμένο, αλλά δείγμα μιας συνεχώς αυξανόμενης πολιτικής βίας στην Αμερική που μπορεί να έχει πολλαπλά επεισόδια.
Γι’ αυτό και ο πρόεδρος Μπάιντεν στο διάγγελμά του ζήτησε από όλους να ρίξουν την θερμοκρασία στην πολιτική ζωή της χώρας.
Και έχει την δίκη του αξία το γεγονός ότι το διάγγελμα αυτό είναι μόλις το τρίτο επίσημο διάγγελμα από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2021.
Όμως μήπως είναι πλέον αργά για μια τέτοια έκκληση;
Ειδικοί σε θέματα πολιτικής βίας είχαν προειδοποιήσει εδώ και καιρό ότι η πολιτική βία έρχεται και για τα υψηλόβαθμα πολιτικά πρόσωπα αφού υπήρχε ήδη, είτε ως απειλή είτε ως πραγματικότητα, εναντίον νομοθετών, δικαστών και πολλών ακόμα που εμπλέκονται στην πολιτική διαδικασία.
Άλλωστε κανένας δεν μπορεί να ξεχάσει την επίθεση και την εισβολή στο Καπιτώλιο από οπαδούς του Τραμπ 6 Ιανουαρίου 2021.
Η εκτίμηση που υπάρχει είναι ότι, όταν πολωτικές προσωπικότητες προσπαθούν να κανονικοποιήσουν την πολιτική βία, τότε αυτή στην πορεία είναι δύσκολο να σταματήσει έστω κι αν υπάρχουν εκκλήσεις για την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν η βία κανονικοποιηθεί απλώνεται σε όλο το φάσμα από την δεξιά ως την αριστερά.
Θα μπορούσε η απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ να ξεσηκώσει την πλειοψηφία των Αμερικανών που καταδικάζουν τη βία και να ζητήσουν ένα νέο είδος πολιτικής ρητορικής και πρακτικής;
Η Ρέιτσελ Κλάινφελντ του Carnegie Endowment for International Peace, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, η οποία μελετά τον πολιτικό εξτρεμισμό, σε συνέντευξή της στο Politico λίγες ώρες μετά την απόπειρα δολοφονίας, δήλωσε πως ελπίζει οι Αμερικανοί να κοιτάξουν στον καθρέφτη να δουν αυτό που δεν θα τους άρεσε και να αρχίσουν να αλλάζουν.
Ο Μπάιντεν πάντως, λίγο πριν το διάγγελμα του, αποφάσισε να αποσυρθούν τα τηλεοπτικά μηνύματα τα οποία καταφερόταν εναντίον του Τραμπ, τον οποίο ο αμερικανός πρόεδρος είχε χαρακτηρίσει επανειλημμένα απειλή για την δημοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να συνέβη και από την πλευρά των Ρεπουμπλικάνων οι οποίοι κατάλαβαν ότι η απευθείας απόδοση στον Μπάιντεν της ηθικής αυτουργίας της απόπειρας κατά του Τραμπ ήταν επιλογή λανθασμένη, γι’ αυτό και αποσύρθηκε γρήγορα.
Το ζητούμενο πλέον είναι πως θα εμφανιστεί ο Τραμπ στο συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων, εάν δηλαδή θα συνεχίσει να ακολουθεί την τακτική των χαμηλών τόνων και των ήρεμων παρεμβάσεων, έτσι όπως αυτές εκδηλώνονται τις τελευταίες ώρες στα social media ή εάν επανέλθει στην ακραία ρητορική και τον επιθετικό λόγο με ό,τι αυτό θα σημαίνει για την πολιτική ζωή τους επόμενους μήνες στην Αμερική.
Στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών τώρα τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να πάνε χειρότερα. Ο «πληγωμένος» από τις δημόσιες εμφανίσεις του και από τις εκκλήσεις για απόσυρση από την εκλογική κούρσα Μπάιντεν, θα πρέπει να λάβει σοβαρές αποφάσεις και άμεσα καθώς η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης φέρνει κάθε μέρα τους δημοκρατικούς πιο κοντά στη ήττα. Και το ερώτημα που πλανάται πλέον είναι εάν ακόμα και μια αλλαγή υποψηφίου στην τελική ευθεία προς τις εκλογές δεν μπορεί πια να αποτρέψει την διαφαινόμενη ήττα.