Οι θρυλικές ναυμαχίες του απελευθερωτικού αγώνα από το 1825 – 1927
Το απόγευμα της 22ας Δεκεμβρίου 1824 ο Ιμπραήμ έφτασε στη Σούδα, για να αναχωρήσει αμέσως την επόμενη μέρα με 37 πολεμικά και με τα περισσότερα μεταγωγικά του για τη Ρόδο. Έπειτα από τα μικρασιατικά παράλια παραλαμβάνει 5.000 άνδρες και εφόδια που του είχαν στείλει από την Αίγυπτο, ξαναγυρίζει στη Σούδα και αρχίζει να στρατολογεί μισθοφόρους Τούρκους της Κρήτης.
Στο διάστημα αυτό οι Έλληνες ηγέτες των τριών ναυτικών νησιών (Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά) τρώγονταν μεταξύ τους για την αναλογία των ποσών που θα κατανέμονταν σε αυτούς από τα δάνεια και των πολεμικών και πυρπολικών που θα συμμετείχαν στις επιχειρήσεις. Την ίδια ώρα, ο Ιμπραήμ, αφού είχε ολοκληρώσει τις προπαρασκευές του στη Σούδα, έπλευσε προς τη Μεθώνη όπου αποβίβασε 4.000 πεζούς και 400 ιππείς.
Στις 24 Φεβρουαρίου οι κοντινές επαναστατικές αρχές ειδοποιούν τους οπλοφόρους της επαρχίας προκειμένου να ξεκινήσουν προς τα σημεία των αποβάσεων. Την ίδια ώρα μηνούν στους Σπετσιώτες να προφτάσουν με τα πλοία τους. Στις 4 και 5 Μαρτίου εξέπλευσε προς συνάντηση του αιγυπτιακού στόλου η πρώτη μοίρα της Ύδρας, με 20 πολεμικά και 7 πυρπολικά, έχοντας επικεφαλής τον Μιαούλη. Η δεύτερη μοίρα, με τον Σαχτούρη, ετοιμαζόταν να ξεκινήσει προκειμένου να επιτεθεί στον τουρκικό στόλο που επρόκειτο να βγει από τα Δαρδανέλλια. Η τρίτη είχε ως αποστολή να καταλάβει τη Σφακτηρία.
Τον Απρίλιο του 1825 στο Αιγαίο σημειώνονται διάφορες αψιμαχίες. Στις 30 Απριλίου, λίγο πριν βραδιάσει, ο Μιαούλης πληροφορήθηκε ότι ο καπουδάν μπέης, με 2-3 φρεγάτες κι άλλα μικρότερα πλοία, βρισκόταν αραγμένος στη Μεθώνη. Μετά τις 8 το βράδυ εφόρμησε εναντίον αυτής της μοίρας και 2 πυρπολικά κόλλησαν το πρώτο σε μια μεγάλη φρεγάτα και το δεύτερο σ’ ένα μικρότερο πλοίο και τα ανατίναξαν, με αποτέλεσμα η αιφνιδιαστική αυτή επιχείρηση να θορυβήσει τους Αιγυπτίους – και η επιτυχία θα ήταν πλήρης αν δεν προλάβαιναν να απομακρυνθούν. Ωστόσο, η απώλεια των πυρπολικών εναντίον των εχθρικών πλοίων στη Μεθώνη είχε ως συνέπεια στις 11 Μαΐου να παραδοθούν οι πολιορκημένοι του Νεοκάστρου, με αποτέλεσμα να καμφθεί κάθε ελληνική αντίσταση στη μεσσηνιακή χερσόνησο. Ο αιγυπτιακός στόλος, μετά την παράδοση του Νεοκάστρου, έβαλε πλώρη για την Κρήτη παρακολουθούμενος από τον ελληνικό. Όταν εισέπλευσε στη Σούδα, οι Έλληνες στράφηκαν προς Βορρά από τον φόβο μήπως ο τουρκικός στόλος επιτεθεί εναντίον της Ύδρας και των Σπετσών. Κοντά στον Μαλέα ένα υδραίικο ταχύπλοο τους ανήγγειλε ότι ο τουρκικός στόλος είχε κάνει την εμφάνισή του στις 21 Μαΐου ανατολικά της Ύδρας. Στο μεταξύ, ο ελληνικός στόλος παρακολουθούσε τον τουρκικό από την έξοδό του στα Δαρδανέλια.
Ναυμαχία του Κάβο Ντόρο (Καφηρέας), 23 Μαΐου 1825
Την 21η Μαΐου 1825 ο τουρκικός στόλος, υπό τον Χοσρέφ Πασά, εντοπίστηκε ανοιχτά της Ύδρας από την πρώτη ελληνική μοίρα που ήταν κάτω από τις εντολές του Ανδρέα Μιαούλη. Έσπευσε να τον συναντήσει και η δεύτερη ελληνική μοίρα υπό τους Γεώργιο Σαχτούρη, Νικόλαο Αποστόλη και Γεώργιο Ανδρούτσο. Η συνάντηση έγινε την 23η Μαΐου, έξω από το ερημονήσι Γερακούλι, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Εύβοιας, Άνδρου, Κέας και Αττικής, όπου δόθηκε σκληρή μάχη στο στενό μεταξύ της Άνδρου και του ακρωτηρίου του Καφηρέα (Κάβο Ντόρο). Την εκλογή του θαλάσσιου αυτού χώρου για ναυμαχία υπέδειξαν στον αντιναύαρχο Γεώργιο Σαχτούρη οι Σπετσιώτες εξάδελφοι Ιωάννης και Αναγνώστης Κυριακός. Τριανταπέντε ελληνικά πλοία με τρία πυρπολικά αντιμετώπισαν πάνω από πενήντα τουρκικά, που συνόδευαν σαράντα φορτηγά, τα περισσότερα με ξένες σημαίες.
Κατά την έκθεση του Γεωργίου Σαχτούρη, ο οποίος επέβαινε του πλοίου «Αθηνά», η ναυμαχία άρχισε στις 9 το πρωί και κράτησε μέχρι τις 6 το απόγευμα. Κατά τις 3 μετά το μεσημέρι οι Έλληνες διέσπασαν την τουρκική παράταξη και αμέσως, σαν από σύνθημα, δύο πυρπολικά, διοικούμενα από τον Υδραίο Γιάννη Ματρόζο και τον Σπετσιώτη Λάζαρο Μουσούν, όρμησαν εναντίον της τουρκικής δικρότου φρεγάτας 66 κανονιών «Χαζινέ Γκεμισίν» η οποία μετέφερε το ταμείο του στόλου. Οι Έλληνες ναυτικοί ανατίναξαν τη φρεγάτα, ενώ από την αριστερή πλευρά της ελληνικής παρατάξεως το πυρπολικό του Υδραίου Μανόλη Μπούτη τίναξε μια κορβέτα 36 κανονιών. Μαζί με τη φρεγάτα χάθηκαν 800 άνδρες, μεταξύ των οποίων 150 του μηχανικού, καθώς και πάμπολλα πολεμοφόδια προοριζόμενα για το κάστρο της Πάτρας και το Μεσολόγγι, και μαζί με την κορβέτα άλλοι 300, από τους οποίους πολλοί ήταν Κοζάκοι, Αυστριακοί και Αρμένιοι. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 3 νεκροί και 4 τραυματίες.
Είκοσι τουρκικά βρίκια και γολέτες κατέφυγαν στον κόλπο της Ερέτριας, και μια κορβέτα, καταδιωκόμενη από 7 ελληνικά πλοία, ρίχθηκε και πυρπολήθηκε από τους ίδιους τους άνδρες της στη Δελλαγράτσια της Σύρου. Πολλά μεταγωγικά (ίσως 30) έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων. Μετά τη ναυμαχία του Καφηρέα ο τουρκικός στόλος, υπό τον Χοσρέφ Πασά, με τριανταπέντε πλοία που του είχαν απομείνει, κατευθύνθηκε προς τον Νότο, ενώ οι Έλληνες, μην έχοντας άλλα πυρπολικά για να του επιφέρουν νέα πλήγματα, τον άφησαν πλέον να φύγει.
Ναυμαχία της Σούδας – 2 Ιουνίου 1825
Στο μεταξύ, ο ελληνικός στόλος, όπως είδαμε πιο πάνω, απώλεσε τα πυρπολικά του, πράγμα που ελάττωνε πολύ τη δύναμη κρούσης του. Στο μεταξύ, στην Ύδρα κατασκευάστηκαν νέα πυρπολικά, τα όποια ήταν πλέον έτοιμα να ενσωματωθούν στο πολεμικό ναυτικό. Στις 29 Μαΐου ο ενωμένος πλέον ελληνικός στόλος ξεκίνησε από τη Μήλο για να φτάσει σε δυο μέρες έξω από τη Σούδα. Εκεί συνάντησε τις προφυλακές του εχθρικού στόλου, μερικές κορβέτες και βρίκια να περιπολούν και τα ανάγκασε, έπειτα από μια δίωρη μάχη, να καταφύγουν στο λιμάνι. Στις 2 Ιουνίου εμφανίζονται στην έξοδο του λιμανιού 30 περίπου εχθρικά πλοία – κορβέτες, βρίκια και φρεγάτες – αποφασισμένα να συγκρουστούν με τον ελληνικό στόλο θέλοντας να δοκιμάσουν τις δυνάμεις του. Η σύγκρουση γίνεται με αντίστοιχες περίπου δυνάμεις. Οι Τούρκοι σε αυτή τη σύγκρουση χάνουν την υποναυαρχίδα τους, μια φρεγάτα 14 κανονιών με 300 άντρες πλήρωμα. Την επομένη αυτής της σύγκρουσης βγαίνουν ξανά, 10 πλοία αυτήν τη φορά, τα οποία αναγκάζονται να υποχωρήσουν στον τουρκικό ναύσταθμο έπειτα από την επίθεση του ελληνικού στόλου. Αν και το αρχικό σχέδιο των Ελλήνων ήταν να καταστρέψουν τον τουρκικό στόλο στον ναύσταθμο, εν τούτοις κατάφεραν να αναβάλλουν την απόβαση των εχθρικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο.
Πρόκειται για την τρίτη κατά σειράν επιτυχία του ελληνικού στόλου το έτος 1825, που σε μια κρίσιμη περίοδο για την Ελληνική Επανάσταση αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων (Ναυμαχία Μεθώνης στις 30 Απριλίου 1825, Ναυμαχία Καφηρέα στις 20 Μαΐου 1825, Ναυμαχία Σούδας 2 Ιουνίου 1825). Ήταν επίσης μια από τις τελευταίες ναυμαχίες του ελληνικού στόλου πριν από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827) και την απελευθέρωση της πατρίδας μας.
Στο μεταξύ, και ενώ ο ελληνικός στόλος ήταν αγκυροβολημένος στα Βάτικα, στις 12 Ιουνίου, στις 2 μ.μ., έπεσε βαριά η είδηση της ανατίναξης του πλοίου «Νηρεύς» που κυβερνούσε ο Δ. Κριεζής. Ο κυβερνήτης μαζί με πλήρωμα 48 ναυτών τινάχτηκαν στον αέρα, όπως λέγεται, από έναν Τούρκο αιχμάλωτο που έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη.
Ο ναυτικός αγώνας στο Αιγαίο, 1826
Γύρω στα τέλη του Ιουνίου του 1826 μια μοίρα του τουρκικού στόλου εξέπλευσε από τον Ελλήσποντο με κατεύθυνση την Πελοπόννησο. Αφού ενώθηκε με τις μονάδες του αιγυπτιακού στόλου επιχείρησε στις 6 Ιουλίου – χωρίς επιτυχία – να αποβιβάσει στρατεύματα στην ανατολική Μάνη. Η εμφάνιση του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο ανησύχησε ιδιαίτερα τους Σπετσιώτες και τους Υδραίους. Στο μεταξύ, είχε ξεκινήσει από τις 30 Ιουνίου ο τουρκικός στόλος, με 30 πολεμικά πλοία, με κατεύθυνση προς τη Μυτιλήνη. Σκοπός του ήταν η κατάληψη της Σάμου. Λίγες μέρες αργότερα οι Έλληνες, με το που πληροφορήθηκαν τις κινήσεις του εχθρικού στόλου, έστειλαν εναντίον του 15 υδραίικα πολεμικά και 4 πυρπολικά, 12 σπετσιώτικα πολεμικά και 3 πυρπολικά και 6 ψαριανά πολεμικά και 1 πυρπολικό. Ο ελληνικός στόλος στις 14 Ιουνίου κινήθηκε εναντίον του εχθρικού που είχε αγκυροβολήσει στου Σουατσίκι όπου πολλά πλοιάρια παραλάμβαναν από τα παράλια της Μικράς Ασίας στρατεύματα για να τα αποβιβάσουν στη Σάμο. 14 εχθρικά και 5 βρίκια επιχείρησαν να απομακρύνουν τα ελληνικά, αλλά οι άνεμοι που φυσούσαν εμπόδισαν τη σύρραξη. Τις επόμενες 2 ημέρες ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες, όπου 2 σπετσιώτικα πυρπολικά κόλλησαν πάνω σε 2 φρεγάτες τις οποίες κατόρθωσαν να απομακρύνουν δημιουργώντας ωστόσο πανικό, ώστε πολλοί από τα πληρώματα ρίχτηκαν από τον φόβο τους στη θάλασσα και πνίγηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τα ελληνικά καράβια. Στις 16 του μηνός όλος ο εχθρικός στόλος επιτέθηκε εναντίον του ελληνικού, που ήταν αραγμένος κάτω από το Καρλόβασι. Γύρω στο απόγευμα ο άνεμος πήρε αντίθετη κατεύθυνση κι έτσι ο ελληνικός στόλος μπόρεσε να πάρει επιθετική θέση. Τότε ο Κανάρης παραλίγο να αιχμαλωτιστεί προσπαθώντας να πυρπολήσει τον εχθρικό στόλο. Οι αψιμαχίες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ χωρίς αποτέλεσμα. Οι στόλοι έμειναν ο ένας απέναντι στον άλλον ώς τις 21 Ιουλίου που οι Τουρκοαιγύπτιοι αποσύρθηκαν στη Μυτιλήνη και οι Έλληνες στην Ικαρία. Έναν περίπου μήνα μετά, στις 15 Αυγούστου, αφού ο τουρκικός στόλος είχε προετοιμαστεί κατάλληλα στρατολογώντας άνδρες από τη Μυτιλήνη και τα μικρασιατικά παράλια, επιχείρησε εκ νέου εναντίον της Σάμου. Εκεί όμως τους περίμεναν προετοιμασμένοι οι Έλληνες, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν στο Σουατζίκι και στα Άσπρα Χώματα. Στο μεταξύ, στις 23 Αυγούστου έφτασε στη Σάμο νέα μοίρα με 13 πολεμικά υδραίικα με τον Μιαούλη και 8 σπετσιώτικα, τα οποία ενώθηκαν με τον εκεί ελληνικό στόλο βρίσκοντας τον εχθρό αραγμένο κάτω από το κάστρο της Μυτιλήνης. Το βράδυ της 28ης Αυγούστου οι δυο στόλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι, αλλά η συμπλοκή τους δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα καθώς επικρατούσε φοβερή κακοκαιρία. Την επομένη το πρωί οι Τούρκοι προχώρησαν σε μια παραπλανητική υποχώρηση και, καθώς μερικά πλοία έσπευσαν να τους καταδιώξουν, ανέτρεψαν την πορεία τους και τους επιτέθηκαν. Οι Έλληνες όμως, με τη βοήθεια του ανέμου, απέκρουσαν τα εχθρικά πλοία και τα έτρεψαν σε φυγή ώς τη Φώκαια. Στις 30 Αυγούστου ο ελληνικός στόλος έλαβε την πρωτοβουλία της επιθέσεως, προκαλώντας στους αντιπάλους μεγάλες ζημιές. Μετά τις συγκρούσεις αυτές ο τουρκικός στόλος έπλευσε στον κόλπο της Σμύρνης και ο ελληνικός στα Ψαρρά.
Ο ναυτικός αγώνας στο Αιγαίο, 1827
Ο λόρδος Κόχραν βρισκόταν ήδη από τις αρχές του Μαρτίου στην Ελλάδα έπειτα από πρόσκληση της κυβερνήσεως προκειμένου να αναλάβει την αρχηγία των ναυτικών δυνάμεων του έθνους. Η παρουσία του χαιρετίστηκε με ανακούφιση από όλους, γιατί μαζί με τον Ρίτσαρντ Τζωρτζ, που ανέλαβε την αρχηγεία των στρατιωτικών, οι δύο Άγγλοι έφεραν και 20.000 λίρες βοήθεια για τον αγώνα. Το σημαντικότερο ωστόσο που πέτυχαν ήταν ότι κατασίγασαν την ένταση των κομματικών παθών.
Στις αρχές του Απριλίου η κυβέρνηση είχε στείλει δυο σπετσιώτικα πλοία για να αποκλείσουν τον Παγασητικό Κόλπο. Εξαιτίας όμως των αντίθετων ανέμων, τα πλοία αυτά βρέθηκαν στα παράλια της Χίου. Εκεί κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν 6 τουρκικά πλοιάρια γεμάτα οπλοφόρους. Στο μεταξύ η κυβέρνηση έστειλε στον Παγασητικό άλλα δυο πλοία. Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Απριλίου, κατέφθασαν εκεί άλλα δύο. Εκεί κατόρθωσαν να αχρηστεύσουν το κανονιοστάσιο που προστάτευε την είσοδο του λιμανιού του Βόλου τρέποντας σε φυγή τους πυροβολητές. Στο μεταξύ, μέσα στον κόλπο βρίσκονταν άλλα 8 φορτηγά τουρκικά πλοία με εφόδια για τον Κιουταχή, τα πληρώματα των οποίων απομακρύνθηκαν από τα πλοία ζητώντας προστασία από τα πυροβόλα του φρουρίου του Βόλου. Οι κανονιοβολισμού της «Καρτερίας» και της «Ασπασίας» έτρεψαν ξανά σε φυγή τους Τούρκους επιφέροντας αρκετές ζημιές στα κανόνια του φρουρίου και οι Έλληνες κυρίευσαν τα εχθρικά πλοία που βρίσκονταν μέσα στον κόλπο. Την επομένη η «Ασπασία» συνόδευσε τα τουρκικά φορτηγά στον Πόρο, ενώ ο «Άρης» και ο «Θεμιστοκλής» κατευθύνθηκαν προς τον Πειραιά για να τεθούν υπό τις διαταγές του Κόχραν. Η «Καρτερία», μαζί με τα υπόλοιπα πλοία που συμμετείχαν στην επιχείρηση του Παγασητικού, συνέλαβε άλλο ένα τουρκικό πλοίο γεμάτο με τρόφιμα για τον Κιουταχή, το οποίο στάλθηκε στην Αίγινα.
Γύρω στα μέσα του Ιουνίου μια φρεγάτα με σημαία Σαρδηνίας είχε καταφέρει να τροφοδοτήσει τους Τούρκους της Χαλκίδας. Παρόμοια περιστατικά δεν ήταν σπάνια, καθώς καράβια με ξένες σημαίες προσπαθούσαν να αισχροκερδήσουν προμηθεύοντας τους αποκλεισμένους Τούρκους.
Τον Αύγουστο ο Κόχραν διέταξε να συγκεντρωθεί ο στόλος στις Σπέτσες. Ο ίδιος έφτασε εκεί στις 24 Αυγούστου, φιλοξενώντας στη φρεγάτα του έναν υψηλό προσκεκλημένο, τον Παύλο Μαρία Βοναπάρτη, ανιψιό του Ναπολέοντα, που μόλις είχε φτάσει στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στον Αγώνα. Έπειτα από ένα ατυχές περιστατικό, που στοίχισε τον θάνατο του νεαρού Βοναπάρτη, κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο θάνατός του δεν ήταν τυχαίος αφού συνέβη μέσα στο πλοίο του Κόχραν. Αμέσως μετά ο Κόχραν ξεκίνησε από τις Σπέτσες, δίνοντας εντολή να μαζευτούν και τα άλλα πλοία στα Βάτικα και να τον περιμένουν εκεί. Συνολικά συγκεντρώθηκαν 23 πλοία και το σχέδιο του Κόχραν ήταν η ανακατάληψη του Μεσολογγίου. Από εκεί έφτασε έξω από το Μεσολόγγι με ξένη σημαία για να μη γίνει αντιληπτός από τους Τούρκους. Ακολούθησε ανταλλαγή σφοδρών πυρών. Παρόλα αυτά οι Τούρκοι είχαν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποκρούσουν αυτήν την επίθεση. Ο Κόχραν άφησε επί τόπου ένα μέρος του στόλου και 2 κανονιοφόρους και με τα υπόλοιπα πλοία απέπλευσε. Πριν την αναχώρησή του, ο Κόχραν είχε πληροφορηθεί ότι μερικά τουρκικά πλοία είχαν εισχωρήσει στον Κορινθιακό Κόλπο και είχαν «κατερημώσει τα παράλια της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος». Διέταξε τότε δυο πολεμικά που είχαν αφήσει στο Μεσολόγγι να κινηθούν μαζί με τις κανονιοφόρους εναντίον των εχθρικών πολεμικών και να τα χτυπήσουν. Στο Ρίο – Αντίρριο πέρασε μόνο ο ανδρείος Τόμας με τον «Σωτήρα». Ο Άστιγξ δεν πέρασε αμέσως τα στενά, γιατί η «Καρτερία» έμεινε χωρίς κάρβουνο. Τελικά, στις 11 Σεπτεμβρίου κατάφερε να διαπλεύσει με την «Καρτερία» ρυμουλκούμενη και να ενωθεί με τα υπόλοιπα πλοία.
Ναυμαχία της Ιτέας
Την ίδια μέρα ο Τόμας επιχείρησε να μπει στον κόλπο της Ιτέας, όπου υπήρχαν 7 τουρκικά καράβια. Ο Τόμας επιτέθηκε αμέσως εναντίον τους και η ναυμαχία διήρκεσε σχεδόν 5 ώρες, με το αποτέλεσμα να είναι αμφίρροπο. Λόγω καιρού ο «Σωτήρ» κινδύνευσε να πέσει στα βράχια της ακτής, γι’ αυτό έκοψε άγκυρες και σάλπαρε για το Λουτράκι. Τρεις μέρες αργότερα έφτασε και ο Άστιγξ με την «Καρτερία». Στις 17 ή 18 Σεπτεμβρίου κινήθηκαν εκ νέου εναντίον των Τούρκων, που στο μεταξύ είχαν φέρει κανόνια από τα Σάλωνα με Ευρωπαίους πυροβολητές. 80 από τα κανόνια τα έστησαν σε ημικύκλιο για να βάλλουν εναντίον των ελληνικών. Στη δύναμή τους περιλαμβανόταν και μια αλγερινή γολέτα με 20 μπρούντζινα κανόνια, 6 βρίκια και γολέτες, καθώς και άλλα οπλισμένα μεταγωγικά. Οι Τούρκοι ήταν βέβαιοι ότι θα πετύχαιναν μεγάλη νίκη όταν οι Έλληνες θα έφταναν εντός βολής των παράκτιων πολυβόλων. Από τα πυροβολεία της ακτής περίμεναν την «Καρτερία» να ρίξει άγκυρα για να αρχίσουν να κτυπούν. Ο Άστιγξ πράγματι αγκυροβόλησε μόλις 500 μέτρα από την ακτή και με την τρίτη βολή της «Καρτερίας» ένα βρίκι με το σήμα του Τούρκου ναυάρχου τινάχτηκε στον αέρα από έκρηξη της πυριτιδαποθήκης. Άλλο βλήμα έπεσε σ’ ένα αραγμένο βρίκι και το μισοβύθισε. Μετά ήρθε η σειρά του αλγερινού, που το πλήρωμά του έπεσε στη θάλασσα. Την ίδια στιγμή, μια γολέτα τινάχτηκε στον αέρα ενώ ταυτόχρονα άρχισε να καίγεται και το μισοβυθισμένο βρίκι. Ταυτόχρονα ο Τόμας με τον «Σωτήρα» είχε αχρηστεύσει τα παράκτια πυροβόλα. Αμέσως μετά έδωσε διαταγή για ρεσάλτο στην αλγερινή γολέτα. Οι Έλληνες, αφού προηγουμένως μετέφεραν όσα κανόνια μπορούσαν στα πλοία τους, αιχμαλώτισαν στον Κόλπο των Σαλώνων 3 αυστριακά πλοία που μετέφεραν λαθραία τρόφιμα για τους Τούρκους.
Λίγο πριν το Ναβαρίνο
Στο μεταξύ, ήδη από την 5η Αυγούστου 1827 ο Κόδριγκτον και ο Δερυγνί έφτασαν στο Ναύπλιο, όπου ανήγγειλαν επίσημα τη Συνθήκη του Λονδίνου στην ελληνική κυβέρνηση. Συμβούλευσαν, φυσικά, την αποδοχή της αιτήσεως ανακωχής αλλά και τη μετάθεση της έδρας της κυβερνήσεως στην Αίγινα, μακριά από τις εσωτερικές ταραχές που αναστάτωναν τότε το Ναύπλιο. Στα τέλη Αυγούστου ο Κόδριγκτον έφυγε από τη Σμύρνη όπου είχε πάει και κατευθύνθηκε προς την Ύδρα, που θεωρείτο ως ο πρώτος στόχος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Ο Δερυγνί έμεινε στη Σμύρνη, ωσότου έμαθε ότι οι εχθρικοί στόλοι είχαν αγκυροβολήσει στο Ναυαρίνο στις 26 Αυγούστου. Στις 12 Σεπτεμβρίου ο Κόδριγκτον έφτασε στο Ναυαρίνο. Λίγες μέρες αργότερα κοινοποίησε στον Ταχήρ Πασά τη Συνθήκη του Λονδίνου, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν κάθε μεταφορά στρατού και εφοδίων στην ηπειρωτική Ελλάδα ή στα νησιά και ειδοποιώντας τον συγχρόνως ότι αν έστω και μια κανονιά ριχνόταν εναντίον του αγγλικού πλοίου θα κατέστρεφε όλον τον τουρκικό στόλο. Τα ίδια περίπου επανέλαβε στον Ιμπραήμ και ο Δερυγνί.