Το ράλι στις τιμές ενοικίων αναμένεται να συνεχιστεί και το 2025, με τις εκτιμήσεις των ειδικών να κάνουν λόγο για περαιτέρω αύξηση 7% – 8%, την ώρα που η αγοραστική δύναμη του μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Εurostat, έπιασε πάτο και βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ε.Ε., κάτω και από τη Βουλγαρία.
Συγκεκριμένα η χώρα μας είναι τρίτη από το τέλος σε μέσο ετήσιο προσαρμοσμένο μισθό πλήρους απασχόλησης, με 17.013 ευρώ τον χρόνο – σε απόσταση αναπνοής από την Ουγγαρία (16.895). Τελευταία με διαφορά από τους επόμενους είναι η Βουλγαρία, με μέσο ετήσιο προσαρμοσμένο μισθό πλήρους απασχόλησης μόλις 13.503 ευρώ. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ε.Ε. είναι 37.863 ευρώ.
Θυμίζουμε ότι στην Ελλάδα ένας στους δύο εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα έχει μισθό κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά (820 καθαρά) και οι επτά στους δέκα κάτω από 1.200 (950 καθαρά), γεγονός που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του μισθού, αν όχι ολόκληρος, φεύγει στο ενοίκιο, στους λογαριασμούς και στο σούπερ μάρκετ.
Άλλωστε και στην έκθεση του Μηχανισμού Επαγρύπνησης η Ελλάδα εμφανίζεται να καταγράφει το 2023 το υψηλότερο κόστος στέγασης σε σχέση με τα οικογενειακά εισοδήματα. Ειδικότερα, οι δαπάνες στέγασης (ενοίκιο ή δόσεις στεγαστικού δανείου, λογαριασμοί ρεύματος, ύδρευσης κ.λπ.) αντιστοιχούσαν στο 28,5% του συνολικού εισοδήματος, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν μόλις 8,8%.
Όπως και να έχει μεγαλύτερες αυξήσεις το 2025 στα ενοίκια αναμένονται να πάρουν οι περιοχές της Αττικής και της Θεσσαλονίκης. Το κέντρο της Αθήνας έχει ήδη δει αύξηση 8,6% το 2024 και 8,3% το 2023, ενώ το κέντρο της Θεσσαλονίκης 9,5% το 2024 και 7,8% το 2023. Επίσης ξεχωρίζει ο Πειραιάς, που από πολλές απόψεις είναι ο πρωταθλητής των αυξήσεων τιμών. Έχει καταγραφεί άνοδος των ζητούμενων ενοικίων της τάξης του 11,1% φέτος, 10,2% πέρσι και 8,8% το 2022.
Σύμφωνα πάντως με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) η όξυνση του προβλήματος του κόστους στέγασης είναι απόρροια της εκτεταμένης επενδυτικής εκμετάλλευσης της κατοικίας, της απόσυρσης από την αγορά ακινήτων που εξασφαλίζουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια και προορίζονται για πλειστηριασμό καθώς και της υποτονικής δραστηριότητας στον κατασκευαστικό κλάδο για μακρά χρονική περίοδο, η οποία δεν έχει επιτρέψει την ομαλή αναπλήρωση του αποθέματος ακινήτων.