Αν δεν συγκεντρώνονταν την Κυριακή εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου στις διαδηλώσεις για το έγκλημα των Τεμπών, η Δευτέρα, η Τρίτη, σήμερα, θα ήταν μία ακόμα συνηθισμένη μέρα στη δουλειά για τους κυβερνώντες.
Το αφήγημα ότι η χώρα πάει… τέλεια υπό τις οδηγίες των… μεγάλων γαλάζιων τιμονιέρηδων, των «αρίστων» δηλαδή, τους έχει αποδειχθεί αρκετό, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις και τους συσχετισμούς στο πολιτικό σκηνικό.
Αλλά η συγκέντρωση… εύφλεκτου κοινωνικού υλικού χάλασε την αμεριμνησία της κυβέρνησης.
Και την αναγκάζει να υποκριθεί ότι… νοιάζεται.
Αν δεν ήταν τόσο σοβαρή και συνάμα τραγική αυτή η υπόθεση με τη δολοφονία 57 ανθρώπων – με λιγότερους νεκρούς στη Σερβία η κυβέρνηση παραιτήθηκε μέσα σε τρεις μήνες – θα ήταν μία εξαιρετική περίσταση να παίρνεις pop corn και να χαζεύεις τους κυβερνώντες να γίνονται τσίρκο: Να λένε τα αντίθετα απ’ όσα έλεγαν πριν, να παραδέχονται τώρα λάθη για χειρισμούς, να αποδέχονται ότι πρέπει να το ξαναδούν το θέμα, να εμφανίζονται δήθεν λυπημένοι ως και συντετριμμένοι, να δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα – μία κανονική παράσταση υποκρισίας, αγχωμένης υποκρισίας όμως, καθότι τα πράγματα είναι σε αυτή τη φάση «εκτός ελέγχου».
Το κόλπο που κάνουν οι κυβερνώντες είναι γνωστό και δοκιμασμένο. Κι έχει πιάσει πολλές φορές.
Μέχρι να πιεστούν πολιτικά, δημοσκοπικά ή κοινωνικά δεν τρέχει κάστανο. Κυκλοφορούν στις τηλεοράσεις και όπου αλλού σαν… παγώνια. Θλιβεροί αλαζόνες που νομίζουν ότι όλοι είναι χάπατα και οι ίδιοι θα βρίσκονται για πάντα στην εξουσία.
Αλλά όταν καταλαβαίνουν ότι υπάρχει κάποιο θέμα στην κοινωνία αρχίζουν το τροπάριο της μετανοημένης πόρνης, που έλεγε και ο Καζαντζάκης πηγαίνοντας προς τον… αφορισμό, για να αντιμετωπίσουν την κατακραυγή.
Καταφεύγουν σε φράσεις – μανιέρα, τύπου «κατανοούμε», «είμαστε και μεις άνθρωποι», «αντιλαμβανόμαστε», «εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη», «θα κάνουμε τα πάντα για την αλήθεια», «μας σας παρακαλούμε, έχετε τα δίκια σας και σεις» και άλλα τέτοια που είναι για να τα περιλάβουν ο Τσιφόρος και ο Ραφαηλίδης και να μην μπορούν να σταθούν πουθενά όσοι με θράσος και υποκριτικό ταλέντο – ανώτερο του Σερβετάλη – τα ξεστομίζουν.
Ποιο το νόημα της επιτηδευμένης δήθεν ευαισθησίας;
Όλο το κυβερνητικό στόρι βασίζεται στη λογική ότι επειδή δεν υπάρχει πολιτική έκφραση της κοινωνικής οργής, αυτή θα ατονήσει όσο περνούν οι μέρες. Αυτό δεν πρόδιδαν άλλωστε και μία σειρά από δηλώσεις παλαιότερα; Όπως της Βούλτεψη (μπαγιάτικο θέμα), Ρωμανού (βαρεθήκαμε να λέμε συλλυπητήρια), Βορίδη (τα Τέμπη κρίθηκαν στις εκλογές) και άλλων;
Αν και οι πιο έξυπνοι της κυβέρνησης έπιασαν το νόημα από την Κυριακή, ότι η κοινωνία είναι στα κάγκελα, υπήρξαν και εκείνοι που έκαναν πρώτα ένα… τεστ: Περίμεναν να δουν εάν θα έχει αποτέλεσμα μία πρώτη προσπάθεια απαξίωσης των κινητοποιήσεων και μετά να εκτιμήσουν εάν θα συνέχιζαν την υποτίμηση και το προσπέρασμα της κοινωνικής οργής ή θα το γύριζαν σε ρόλο τεθλιμμένης κυβέρνησης, που πλέον… καταλαβαίνει τις αντιδράσεις και θα κάνει πράγματα.
Βγήκαν για παράδειγμα από την Κυριακή κιόλας, αλλά κυρίως τη Δευτέρα το πρωί κάποια γνωστά καρακόλια του προπαγανδιστικού μηχανισμού της κυβέρνησης, κάποιες ορντινάντσες του Μαξίμου, που εμφανίζονται ως «δημοσιολόγοι», κάποια παραληρηματικά φερέφωνα και οικόσιτοι του συστήματος εξουσίας και άρχισαν τις επιθέσεις στις διαδηλώσεις. Με γελοιότητες περί «ακροδεξιών», «αγανακτισμένων», «υποκινούμενων» και άλλες παρλαπίπες που πλέον δεν κόβουν εισιτήρια, καθότι έχει λιώσει η καραμέλα.
Γρήγορα κατέρρευσε κι αυτή η γραμμή άμυνας, μέσα στην κατακραυγή και την απαξία.
Κι έτσι άλλαξε η «γραμμή». Ανέλαβαν οι «υπουργοί» και τα «στελέχη» με το «σοβαρό ύφος» να κάνουν με μία κάποια μαεστρία τη «στροφή» και να κερδίσουν χρόνο, ώστε να εκτονωθεί κάπως η κοινωνική πίεση.
Δεν είναι πραγματικό ενδιαφέρον, δεν τους νοιάζει ούτε η αλήθεια, ούτε η δικαιοσύνη, ούτε ο πόνος των συγγενών, ούτε η κραυγή της κοινωνίας. «Διαχείριση» κάνουν. Διαχείριση πολιτικού χρόνου, κοινωνικών συνθηκών, αντικειμενικών δεδομένων. Να βρουν νέα παραμύθια μέχρι τα επόμενα. Με φαρισαϊσμό και κίβδηλες συμπεριφορές δήθεν ειλικρίνειας να ξεπεράσουν κι αυτό το σκόπελο.
Η ελπίδα τους; Ότι εδώ δεν είναι Σερβία…