Ίσως, επειδή ακριβώς ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης υπήρξε αιρετικός στη ζωή και στις κινηματογραφικές του απόψεις, δε θέλησε ποτέ να ενταχθεί στους επίσημους δρόμους της κριτικής, αλλά και στο σωματείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.). Παρά ταύτα, έχαιρε ιδιαίτερης αγάπης, όχι μόνο στους κύκλους των συναδέλφων του, αλλά και γενικότερα στον κινηματογραφικό κόσμο. Έμεινε ως το τέλος του γνωστός ως Ιάσων, με αυτονόητη συμπλήρωση στο μυαλό όλων των κινηματογραφανθρώπων το επίθετο Τριανταφυλλίδης, ένδειξη της οικειότητας που έτρεφαν όλοι για το πρόσωπό του.
Πώς θα μπορούσε, όμως, ένας αιρετικός να μην έχει έντονες αντιπάθειες και συγκρούσεις; Από μια στιγμή και μετά, ακόμη κι αυτοί που τσακώνονταν μαζί του αναγνώριζαν το μαχητικό χαρακτήρα των απόψεών του και τον συγχωρούσαν. Προτιμούσαν να διασκεδάζουν με τις ιστορίες από το ελληνικό θέατρο και το σινεμά, που διαρκώς αφηγούνταν, παρά να κακιώνουν μαζί του. Κι αν ήξερε ιστορίες! Μπορούσε να ξεκινήσει από την Κοτοπούλη ή την Αρώνη, αλλά πάντα θα κατέληγε στην αγαπημένη του Βουγιουκλάκη. Άλλωστε ήταν κι αυτό το γάργαρο «ρ» της ιδιότυπης προφοράς του, που τον καθιστούσε ακόμη συμπαθητικότερο.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ως προς τον τρόπο της κριτικής του υπήρξε παιδί της Ροζίτας Σώκου, γι’ αυτό, ακολουθώντας τη δασκάλα του, δεν έμπλεξε ποτέ με σωματεία, φορείς και επίσημους θεσμούς, έμεινε ένας «ελεύθερος σκοπευτής» του σινεμά. Ίσως να διέφερε από αυτήν στο γεγονός ότι μάλλον συμπαθούσε τη Μελίνα, αντίθετα με τη Σώκου. Την ακολούθησε. κατά πόδας, όμως, μετατρεπόμενος σε τηλεοπτικό αστέρα, αφού είχε άποψη για τα πάντα, η οποία εκφραζόταν με τη γνώριμη παραδοξολογία του. Κάτι που τον έκανε ιδιαίτερα οικείο και αγαπητό στο τηλεοπτικό κοινό. Πάντα θα έπαιρνε το δρόμο τον λιγότερο περπατημένο, σε όλα.
Αγαπούσε πολύ το ελληνικό σινεμά, σιχαινόταν το σύγχρονο ελληνικό σινεμά, όταν αυτό αναλωνόταν στις γνωστές «κουλτουριάρικες» ασκήσεις του. Θα τις πολεμούσε όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν. Απέναντί του πρότασσε το κλασικό, τον Τζαβέλα, τον Δημόπουλο, τον Σακελλάριο και φυσικά τον Κακογιάννη. Γνώριζε πολύ καλά τους παραδοσιακούς αφηγηματικούς κώδικες, δεν υπήρχαν άλλες φόρμες έξω από αυτές που αναγνωρίζονταν από το κοινό. Άρα, πάνω απ’ όλα Χόλιγουντ.
Προσωπικά, η καλή μας σχέση δε διέφερε απ’ όσα περιέγραψα παραπάνω. Τρελαινόμουν να ακούω τις ιστορίες του, αποφεύγαμε να περνάμε από τα πολλά που μας χώριζαν. Τα τελευταία χρόνια τον είχα χάσει, γνώριζα ότι ήταν άρρωστος. Μάλλον καλύτερα, γιατί έμεινε στη μνήμη μου σαν ένας σκανταλιάρης κριτικός, που χαιρόσουν τη συναναστροφή μαζί του, ακόμη κι αν διαφωνούσες σε όλα.
*Ο Βασίλης Κεχαγιάς είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.Κ.)