«Άστραψε και βρόντηξε» τη Δευτέρα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, ο οποίος με δήλωσή του το ξέκοψε: περαιτέρω παροχές ή νέες ρυθμίσεις για οφειλές προς το Δημόσιο «δεν παίζουν».
«Όσα γράφονται ή λέγονται το τελευταίο διάστημα για νέες παροχές, με υπέρογκο πολλές φορές δημοσιονομικό κόστος, δεν ευσταθούν και δεν λαμβάνουν υπόψη τόσο τις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας όσο και τους κανόνες που ισχύουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και που καθορίζουν ετήσια όρια για τις αυξήσεις δαπανών. Το ίδιο ισχύει και για δημοσιεύματα που αναφέρονται σε νέες ρυθμίσεις για οφειλές προς το Δημόσιο και μάλιστα τη στιγμή που ο εξωδικαστικός μηχανισμός σημειώνει εντυπωσιακή πρόοδο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια», είπε ο υπουργός, προσθέτοντας ότι – αν τα πράγματα πάνε καλά με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής – η κυβέρνηση θα προχωρήσει στη γνωστή μέθοδο των φοροελαφρύνσεων για αύξηση του εισοδήματος των πολιτών.
Γιατί, όμως, τόση σπουδή να αποκλείσει ο επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης κάθε ενδεχόμενο νέων παροχών; Η απάντηση βρίσκεται στην πιλοτική δίκη που θα πραγματοποιηθεί στο ΣτΕ μετά από αίτημα της ΑΔΕΔΥ, με αντικείμενο την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο. Υπενθυμίζεται ότι το 2019 το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε κρίνει συνταγματική την περικοπή τους λόγω της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Ωστόσο, η ΑΔΕΔΥ υποστηρίζει ότι πλέον δεν συντρέχουν οι λόγοι που είχαν οδηγήσει στην κατάργησή του 13ου και 14ου μισθού, καθώς η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οπότε είναι εύλογη η επιστροφή τους.
Βέβαια, το ότι το ΣτΕ συμφώνησε να γίνει η πιλοτική δίκη, δεν σημαίνει αυτόματα ότι θα δικαιώσει και την ομοσπονδία των δημοσίων υπαλλήλων. Ωστόσο, στην κυβέρνηση υπάρχει ανησυχία ότι δεν αποκλείεται το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο να λάβει μια απόφαση, η οποία θα δημιουργήσει δημοσιονομικές πιέσεις. Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, η Αθήνα συμφώνησε η ετήσια αύξηση των δαπανών να μην ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ, κάτι που αποτυπώθηκε και στο Σχετικό Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που κατατέθηκε στην Κομισιόν.
Ήδη, ο υφυπουργός Οικονομικών, Θάνος Πετραλιάς, απαντώντας σε σχετική ερώτηση της προέδρου της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωής Κωνσταντοπουλου, είχε δηλώσει ότι «δεν μπορεί αυτή τη στιγμή, που η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε παροχές ύψους 2,5 δισ. ευρώ προς τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα, να ζητείται να τους δοθούν ο 13ος και ο 14ος μισθός, δαπάνη που υπολογίζεται σε 2,15 με 2,3 δισ. ευρώ». Ωστόσο, ο ίδιος είχε επιχειρήσει να κάνει και… ντρίπλα, υποστηρίζοντας ότι με τις επιπλέον έξι αυξήσεις που θα δοθούν κατά τα έτη 2025, 2026 και 2027, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα λάβουν σωρευτικά 1.200 ευρώ επιπλέον σε ετήσια βάση, κάτι που σύμφωνα με τον υφυπουργό, αντιστοιχεί σε έναν ακόμα μισθό.
Βέβαια, με τέτοιου είδους… ακροβασίες, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να πείθει και πολύ την ΑΔΕΔΥ, η οποία για τις 4 Φεβρουαρίου έχει προγραμματίσει παράσταση διαμαρτυρίας στο υπουργείο Οικονομικών και παναττική στάση εργασίας από τις 12.00 μέχρι τη λήξη του ωραρίου, ενώ μοιάζει επικεντρωμένη στην πιλοτική δίκη στο ΣτΕ. Πάντως, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στην κυβέρνηση επικρατεί προβληματισμός, καθώς, παρά τις αυξήσεις που γίνονται στους μισθούς, τα εισοδήματα των πολλών δεν επαρκούν ούτε για… γεια σου, ενώ υπάρχει και ανησυχία για τις σταθερά πολύ υψηλές τιμές του ρεύματος, με την Κομισιόν, πάντως, να μη δείχνει διατεθειμένη να ασχοληθεί άμεσα με το θέμα.
Αν στα παραπάνω προστεθεί και η απειλή Τραμπ για δασμούς στην ΕΕ, καθίσταται σαφές ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να κόψει από νωρίς τις απαιτήσεις για μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, καθώς προβλέπονται έντονες οικονομικές αναταράξεις για το επόμενο χρονικό διάστημα.