Κώστας Λογαράς
Διπλή ζωή
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελ.: 240
Στο νέο του μυθιστόρημα, ο Λογαράς ανοίγει λογαριασμούς με ένα από τα απαιτητικότερα κοινωνικά ζητήματα της ανθρώπινης ιστορίας: τον γάμο. Πρόκειται για τον βασικότερο θεσμό, που αφορά την οργάνωση της κοινωνίας σε όλη τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Αυτό είναι χρήσιμο να το έχουμε υπόψη μας ξεκινώντας την ανάγνωση του ιδιαίτερα ενδιαφέροντος μυθιστορήματος του Κώστα Λογαρά, που επέλεξε ένα θέμα πολύ απαιτητικό – και εξηγούμαι: πριν από όλα είναι διαχρονικό και διαπολιτισμικό, ταυτόχρονα επίκαιρο εδώ και αιώνες, καθώς βρίσκεται σε μιαν αέναη διαδικασία αμφισβήτησης, εξέλιξης και παράλληλα επιδεικνύει μια πρωτοφανή ιστορικά ανθεκτικότητα, μια και παραμένει η ακλόνητη σταθερά της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με έναν ακλόνητο, θεμελιακό θεσμό του ανθρώπινου πολιτισμού, ο οποίος σχετίζεται με τα ένστικτα, τον έρωτα, την ελευθερία, την κοινωνικότητα, τη θεϊκή και ανθρώπινη νομοθεσία, τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, με πλήθος κανόνων, αναγκαιοτήτων, εξαναγκασμών, υποχρεώσεων, και αποτελεί το βασικό μοντέλο λειτουργίας της κοινωνίας ανεξαρτήτως πολιτισμού. Πρόκειται με άλλα λόγια για έναν θεσμό που οι ρίζες του φτάνουν στις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας και κοινωνικής οργάνωσης.
Η λογοτεχνία βρίθει παρόμοιων θεμάτων γύρω από τον θεσμό του γάμου, της αναγκαιότητάς του, των αδυναμιών του, των πλεονεκτημάτων του, αλλά και των επιπτώσεων στην ιδιωτική και κοινωνική μας συμπεριφορά. Το μυθιστόρημα «Διπλή ζωή» τοποθετεί την οικογενειακή και εξωοικογενειακή δράση του Παύλου Παυλή μέσα στο σύγχρονο ελληνικό περιβάλλον και στο πλαίσιο της δικής μας μεταπολιτευτικής μεταρρυθμιστικής αγωνίας.
Πριν από όλα, ο βασικός πρωταγωνιστής, καθόλου τυχαία, είναι άντρας που «απολαμβάνει» τη συναίνεση και των δυο γυναικών του (συζύγου και ερωμένης), οι οποίες διαπνέονται από κοινές μαρξιστικές φεμινιστικές αντιλήψεις που διαμόρφωσαν στη δεκαετία του ’80 και του ’90 την κοινωνική μας συνείδηση. Μην ξεχνάμε τη σημαντικότατη μεταρρύθμιση του 1984 στο οικογενειακό δίκαιο, που άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο, συντελώντας στην αλλαγή νοοτροπίας, συμπεριφορών και θεμελιακών σχετικών δικαιωμάτων.
Εδώ έχουμε μια σχέση που βασίζεται στη φεμινιστική «κατανόηση» των αντρικών δικαιωμάτων στον ελεύθερο έρωτα έξω από τη μικροαστική αντίληψη του γάμου. Να σημειώσουμε ότι η σύζυγος αναφέρεται πως διατηρεί κι αυτή το δικαίωμα στον ελεύθερο έρωτα εντός της οικογενειακής συνθήκης, αλλά δεν την παρακολουθούμε να το ασκεί. Αντίθετα, παρακολουθούμε την αντρική εκδοχή αυτής της πρακτικής, που αναφέρεται ότι βασίζεται στην αμοιβαιότητα. Ο τρόπος αυτός της λειτουργίας των δύο οικογενειών, μιας ολόκληρης και μιας μονογονεϊκής, καθώς η ερωμένη του συζύγου, Έλσα, πέταξε από το σπίτι τον άντρα της λόγω φαλλοκρατικών συμπεριφορών, αμφισβητείται έντονα από τα παιδιά των οικογενειών. Από την πλευρά του Παυλή και της απελευθερωμένης γυναίκας του, Μαρίνας, η κόρη τους Νάνση (Αθανασία) δεν φαίνεται να συμμερίζεται την ελευθεριακή αυτή σχέση της οικογένειάς της και έρχεται αντιμέτωπη μόνη με τις συνέπειες της «απελευθερωτικής» ιδεολογίας των γονιών της.
Το ίδιο, αλλά σε πιο δραματικούς τόνους, συμβαίνει και με τον δωδεκάχρονο Φίλιππο, τον γιο της Έλσας. Όπως γίνεται φανερό στην εξέλιξη, τόσο η Νάνση όσο και ο Φίλιππος αντιδρούν ο καθένας με τον τρόπο του απέναντι σε αυτό το καθεστώς της οικογενειακής λειτουργίας που ασκείται απενοχοποιημένα μπροστά στα μάτια των παιδιών (σε πλήρη γνώση τους). Η συμμετοχή των παιδιών στην εξέλιξη του μυθιστορήματος λειτουργεί ως δεύτερη όψη του ίδιου οικογενειακού νομίσματος, ως άλλη άποψη απέναντι στην ελευθεριακή οικογένεια που ήρθε να αντικαταστήσει την προβληματικά καταπιεστική παλαιότερη μορφή της. Τα ερωτήματα τα θέτει η αφήγηση μέσα από τους ήρωες. Ο συγγραφέας όχι μόνο δεν παίρνει, σοφά ποιών, θέση, αλλά αφήνει ανοικτό το θέμα, επίσης σοφά πράττων.
Μια σημαντική παρατήρηση είναι ότι η νεότερη γενιά φαίνεται να αντιδρά περισσότερο συντηρητικά απ’ ό,τι η παλιότερη. Το ερώτημα είναι αν οι «ιδεολογικές απόψεις» αλλάζουν την πραγματικότητα. Αν αυτή η εξέλιξη αποτελούσε μια κοινωνική αναγκαιότητα, γιατί δεν γαλουχήθηκαν και τα παιδιά τους σε αυτή; Γιατί αντιδρούν, γιατί αδυνατούν να ενταχθούν στον ειρηνικό και απελευθερωμένο κόσμο της οικογένειάς τους; Τα ερωτήματα μπαίνουν ως προβληματισμός, καθώς δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Ωστόσο, τον λογαριασμό καλούνται να τον πληρώσουν η κόρη και ο γιος. Οι τρεις γονείς απλώς το αντιμετωπίζουν «ιδεολογικά» και με «άποψη» το θέμα, στέλνοντας στον ψυχίατρο τη μία και στην απόπειρα αυτοκτονίας τον άλλον.
Εδώ ο Λογαράς κάνει μια σημαντική υποδήλωση: η συνειδητή ιδεολογική επιλογή των τριών γονιών εγείρει την αυθόρμητη και έντονη αντίθεση των παιδιών, που δεν έχουν δουλευτεί ιδεολογικά και περισσότερο αντιδρούν αυθόρμητα και ενστικτωδώς. Απλώς πληγώνονται. Ωστόσο, είναι φυσιολογικό η ακλόνητη αλήθεια της ιδεολογικής άποψης να δημιουργεί τραύματα αντί να τα επουλώνει; Μάλλον δεν περνά κάτι τέτοιο από το μυαλό του Παύλου και της Έλσας, αλλά ούτε και από της Μαρίνας, που αποδέχεται το ρηξικέλευθο ιδεολογικό αξίωμα ότι η απελευθέρωση των γυναικών είναι να μην καταπιέζονται οι συναισθηματικές, σεξουαλικές ορέξεις του Παύλου.
Το δε πιο σαρκαστικό είναι ότι ο μαρξισμός τον οποίο επικαλείται, τέλος πάντων, το τρίο των προοδευτικών κηδεμόνων διαφωνεί ριζικά με τη φεμινιστική ανάλυση της κοινωνίας με βάση το φύλο, η οποία αγνοεί τις ταξικές διαφορές μεταξύ των γυναικών και διαιρεί το προλεταριάτο. Από την άλλη, οι φεμινίστριες κατηγορούν τον μαρξισμό ότι έχει καθοριστεί από τους άνδρες στη θεωρία και στην πρακτική του και κινείται στο πλαίσιο της ανδρικής θεώρησης του κόσμου και προς το συμφέρον των ανδρών. Αλλά αυτά ανήκουν στα ψιλά γράμματα της «επανάστασης».
Όλα αυτά παίζουν πολύ ζυγισμένα τον ρόλο τους στο μυθιστόρημα του Λογαρά. Έτσι, την εξωσυζυγική της σχέση η Έλσα τη βιώνει ως ένα αναφαίρετο δικαίωμα στη ζωή της, που ταυτόχρονα μετατρέπεται σε αιτία απόλυτης δυστυχίας του παιδιού της, το οποίο μάλιστα, έπειτα από μιαν απόπειρα αυτοκτονίας, μένει ισοβίως παράλυτο, πληρώνοντας έτσι ένα βαρύτατο τίμημα προς δικαίωση της ιδεολογικής άποψης της μητέρας του.
Ο συγγραφέας χειρίζεται επίσης με ιδιαίτερη μαεστρία την αντίδραση του κοριτσιού, που είναι πολύ ηπιότερη, δίχως πείσμα και σαφώς ωριμότερη, καθώς εμπλουτίζει τους προβληματισμούς που θέτει η μυθιστορηματική δράση. Θέλω να τονίσω ότι είναι εντυπωσιακά θετική η παντελής έλλειψη της γνώμης του συγγραφέα, που χάρισε στους ήρωές του υποδειγματική ελευθερία πράξεων και συνειδήσεως, πράγμα που τοποθετεί το μυθιστόρημα σε άλλη πίστα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω μια λανθασμένη αντίληψη, που αναφέρει ότι αυτές οι αντισυμβατικές συμπεριφορές είναι πρωτόγνωρες. Η σημερινή οικογενειακή και σεξουαλική ζωή μπορεί να είναι αλλιώς σερβιρισμένη από τις πρωτοπορίες, αλλά δεν είναι ούτε καινούργια ούτε καινοτόμα ούτε επαναστατική. Σχεδόν κάθε μορφή συζυγικής και σεξουαλικής σχέσης έχει δοκιμαστεί πολλάκις στο παρελθόν. Ενδεικτικά θυμίζουμε ότι υπήρξαν κοινωνίες και εποχές όπου το σεξ και τα παιδιά εκτός γάμου ήταν πολύ συνηθισμένη συνθήκη και περισσότερο αποδεκτά από ό,τι στις μέρες μας.
Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα, που ανατέμνει κυρίως τα αδιέξοδα του γάμου και ταυτόχρονα θέτει τα όρια της ανεξαρτησίας μας, που επηρεάζουν άλλες ζωές, δηλαδή θέτει και το θέμα της συνείδησής μας απέναντι στις επιλογές μας.