Θα περίμενε κανείς ότι η συζήτηση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα, στο πλαίσιο εκδήλωσης του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου να αφορά έντονα τεχνικές έννοιες όπως η ενοποίηση των αγορών κεφαλαίων της ΕΕ και η «Πράσινη Συμφωνία».
Ωστόσο, η συγκυρία και, δη, η ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ ως 47ου προέδρου των ΗΠΑ και οι πολιτικές που φέρνει, πολιτικές που σε μεγάλο βαθμό έχουν υιοθετηθεί και από την ευρωπαϊκή ακροδεξιά (σκληρή μεταναστευτική πολιτική, άρνηση ικανοποίησης ζητημάτων ταυτότητας, καταδίκη της λεγόμενης «woke» ατζέντας, και πάει λέγοντας) έφεραν στο προσκήνιο ένα «αγκάθι» που ο Κ. Μητσοτάκης καλείται διαρκώς να αντιμετωπίσει (ειδικά μετά τις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου): αυτό της δυναμικής που μοιάζει να αναπτύσσει η ακροδεξιά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στην Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο πρωθυπουργός επέλεξε να κάνει μια δήλωση που αποκτά ιδιαίτερη σημασία, μπροστά στο πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται στη χώρα το τελευταίο διάστημα, καθώς ξεκαθάρισε ότι «αναμφίβολα υπάρχει μια τάση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ προς αυτό που αποκαλούμε “σκληρή” δεξιά ή “εξτρεμιστική” δεξιά. Πιστεύω ότι στην Ελλάδα καταφέραμε να την περιορίσουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που ψηφίζουν κόμματα τα οποία βρίσκονται στα δεξιά της ΝΔ. Αλλά αυτά τα κόμματα, κατά τη γνώμη μου, εξακολουθούν να είναι κόμματα που βρίσκονται στο περιθώριο. Σίγουρα δεν αποτελούν μέρος και δεν θα αποτελέσουν μέρος οποιασδήποτε δυνητικής άσκησης οικοδόμησης συνασπισμού στο μέλλον».
Με απλά λόγια, ο Κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι σε περίπτωση που το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών δεν επιτρέπει στη ΝΔ να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, τα κόμματα στα δεξιά της (σήμερα μιλάμε για την Ελληνική Λύση, τη Νίκη και τη Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου, τα οποία, σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της Interview, συγκεντρώνουν συνολικό ποσοστό κοντά στο 18%) δεν πρόκειται να αποτελέσουν συνομιλητές/επιλογές για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός… αποστρέφει το βλέμμα του από τα κόμματα στα δεξιά της ΝΔ, ωστόσο είναι η πρώτη φορά που ξεκαθαρίζει με τόσο σαφή τρόπο ότι δεν πρόκειται να αποτελέσουν συνομιλητές του σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης. Η πολύ σαφής αυτή άποψη εδράζεται, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις σε συγκεκριμένους σχεδιασμούς της κυβέρνησης:
· Πρώτον, μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού, αλλά και μετά την πρόταση Μητσοτάκη του Κώστα Τασούλα για την Προεδρία της Δημοκρατίας, η ΝΔ μοιάζει να παίρνει αργά αλλά σταθερά «τα πάνω της» στις δημοσκοπήσεις και, ταυτόχρονα, να επικρατεί καταλαγή στο εσωτερικό του κόμματος, ένα momentum που ο Κ. Μητσοτάκης προφανώς και επιδιώκει να αξιοποιήσει για να βγάλει το κόμμα από τη γκρίνια και την εσωστρέφεια που προκάλεσε το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.
· Δεύτερον, η δημοσκοπική άνοδος της ΝΔ μοιάζει να οφείλεται κυρίως στη… λεηλασία των κομμάτων στα δεξιά της, καθώς η πιο «λαϊκή», αλλά και πιο «δεξιά» στροφή του κόμματος το τελευταίο διάστημα (ο Μητσοτάκης στη συζήτηση με τον Λέτα, αναφερόμενος σε ζητήματα που εγείρει η woke ατζέντα, είπε χαρακτηριστικά ότι «τυχαίνει να πιστεύω ότι υπάρχουν δύο φύλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Αυτή είναι η προσωπική μου άποψη, αυτό υπαγορεύει η βιολογία») φαίνεται ότι βοηθά συντηρητικούς ψηφοφόρους να επιστρέψουν στη «βάση» τους.
· Τρίτον, η υποστήριξη – κυρίως μέσω Έλον Μασκ – του Τραμπ σε «σκληρά» δεξιά κόμματα στην Ευρώπη, όπως το AfD στη Γερμανία ή το ReformUK στη Βρετανία, κάνει τη ΝΔ να λαμβάνει… προληπτικά μέτρα, καθιστώντας σαφές ότι δεν θεωρεί τα αντίστοιχα σχήματα στην Ελλάδα ως αξιόπιστους ή σοβαρούς συνομιλητές και, κατ’ αυτό τον τρόπο τους «κόβει την όρεξη» για οτιδήποτε παραπάνω από αυτό που έχουν σήμερα, δηλαδή, ένα ρόλο διαμαρτυρίας των πιο συντηρητικών ψηφοφόρων γι’ αυτό που περιγράφουν ως υπερβολικά κεντρώα στροφή της ΝΔ.
Τέλος, κάνοντας μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας, ο Μητσοτάκης στέλνει μήνυμα και σε πιο κεντρώα τμήματα του εκλογικού σώματος, ότι ο ίδιος δεν είναι διατεθειμένος να διαβεί τον Ρουβίκωνα και να νομιμοποιήσει κόμματα που θεωρούνται ότι δεν εκφράζουν τη μετριοπάθεια και τον ρεαλισμό που απαιτούν οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι.
Βέβαια, ακριβώς επειδή ο πρωθυπουργός δεν επιθυμεί να χάσει το κέντρο, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να… γοητεύσει το συντηρητικό εκείνο κομμάτι των ψηφοφόρων που απομακρύνθηκε από τη ΝΔ ισχύει αυτό που λέει και το τραγούδι, δηλαδή, «αν μας αντέξει το σχοινί, θα φανεί στο χειροκρότημα».