«Η Αμερική μετατρέπεται σιγά-σιγά σε μία ολιγαρχία του πλούτου ή, αν θέλετε, μία πλουτοκρατία των ολίγων, με πρώτον και καλύτερο τον Ίλον Μασκ» ήταν το πρώτο σχόλιο του Γιώργου Παπανδρέου, λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ.
Μιλώντας στην ΕΡΤ το βράδυ της Δευτέρας, καθ’ οδόν προς το Λος Άντζελες για να μιλήσει σε εκδήλωση, ο κ. Παπανδρέου σημείωσε, ως παρατήρηση στα παράδοξα που συμβαίνουν πλέον στον Λευκό Οίκο, ότι «την ίδια ώρα που έχουμε τις μεγάλες πυρκαγιές, τραγικές και καταστροφικές, στην Καλιφόρνια, έχουμε τον πρόεδρο Τραμπ να μιλάει για τη συνέχιση και την υπερβολική ανάπτυξη των εξορύξεων, εκθειάζοντας το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο». Και συνεχίζοντας άσκησε συνολική κριτική στις απόψεις Τραμπ: «Είναι οι παραδοξότητες που βλέπουμε στην Αμερική. Παράλληλα με αυτού του τύπου την ανάπτυξη, βλέπουμε και την ανάπτυξη μιας ιδεολογίας και ενός μηχανισμού που χρησιμοποιεί την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μιλώντας για το θέμα της λαθρομετανάστευσης, αλλά και για τις επιπτώσεις από την ενεργειακή κρίση.
Την ίδια στιγμή, λέει ότι θα αποσύρει την Αμερική από τη Συμφωνία για το Κλίμα. Θέλω να πω ότι μάλλον πάλι για ένα πισωγύρισμα πηγαίνουμε…» αναφέρει.
Για να συνεχίσει: «Μεγάλο πισωγύρισμα. Εσωτερικά, διαμορφώνει έναν μηχανισμό κατασταλτικό. Μιλάει για την ελευθερία του Τύπου, αλλά ουσιαστικά πιστεύω αυτό είναι πρόφαση για να μπορεί να κυνηγήσει τους επικριτές του. Μιλάει για δικαιοσύνη, αλλά τη δικαιοσύνη θα την ελέγχει πλήρως. Βεβαίως, έχει μαζί του, δυστυχώς – έδωσαν γη και ύδωρ – όλους τους μεγάλους επιχειρηματίες που ελέγχουν τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Η Καλιφόρνια, που αν ήταν ανεξάρτητο κράτος, θα ήταν η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, έχει τις μεγάλες πλατφόρμες της τεχνολογίας και είναι μία προοδευτική Πολιτεία στην Αμερική, η πιο προοδευτική ίσως στην Αμερική. Όμως, έχει όλους αυτούς που έχουν γίνει ολιγάρχες και ακολουθούν τη συντηρητική γραμμή του Τραμπ».
Κατά τον πρώην πρωθυπουργό «γίνεται πια συνείδηση σε πάρα πολλούς πως η Αμερική οδεύει προς μια ολιγαρχία του πλούτου. Αυτό έχει αρχίσει εδώ και χρόνια να συμβαίνει. Αλλά πια έχει τη σφραγίδα ενός προέδρου και μιας κυβέρνησης δισεκατομμυριούχων, που έχει τη συμφωνία και τη στήριξη αυτών των πολύ ισχυρών πλουσίων της Αμερικής.
Βεβαίως, δεν είναι μόνο οι ψηφιακές πλατφόρμες, είναι και πολλοί άλλοι, στο πετρέλαιο, στις φαρμακευτικές βιομηχανίες, που θα έχουν τον πρώτο λόγο. Ήταν ισχυρά λόμπι ούτως ή άλλως εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αν όχι και δεκαετίες. Αλλά, δυστυχώς, βλέπουμε την Αμερική να παίρνει τον δρόμο ενός κράτους που υπονομεύει το κράτος δικαίου. Αυτό όμως, δεν είναι μόνο μέσα στην Αμερική. Αν ακούσατε τον κύριο Τραμπ, μίλησε για επεκτατική πολιτική. Μάλιστα, μίλησε ακόμα και για την επέκταση των συνόρων της Αμερικής.
Μίλησε βέβαια για ειρήνη – όλοι μας συμφωνούμε σε αυτό. Μακάρι να υπάρξουν συμφωνίες ειρηνευτικές, και στον χώρο του Ισραήλ και της Γάζας, και στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Το ερώτημα είναι αν η ειρήνη θα είναι με τίμημα την απόλυτη παράδοση, με όρους τραγικούς για χώρες όπως η Ουκρανία».
Αναφερόμενος στο πώς πρέπει η Ευρώπη να αντιμετωπίσει την νέα προεδρία Τραμπ και την απαίτησή του για «αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών», αλλά και το πώς μπορεί να διαμορφωθούν οι σχέσεις του ΝΑΤΟ με τις ΗΠΑ, ο κ. Παπανδρέου είπε χαρακτηριστικά:
«Είναι μία πάγια ελληνική θέση εδώ και δεκαετίες – και, αν θέλετε, επί Ανδρέα Παπανδρέου όταν έκανε την κριτική προς το ΝΑΤΟ – να υπάρχει μια ισχυρή, αυτόνομη ευρωπαϊκή άμυνα. Βεβαίως, κανένας μας δεν θέλει τα χρήματα των λαών μας να πηγαίνουν σε οπλικά συστήματα. Αλλά αν είναι για την άμυνά μας, την άμυνα της Ευρώπης, χρειάζεται να υπάρξει μία σοβαρή αμυντική πολιτική. Αυτό σημαίνει πιθανώς αύξηση των πόρων. Σημαίνει όμως και την ύπαρξη ενός συντονισμού – δεν μπορεί κάθε χώρα να σηκώνει το βάρος μόνη της.
Χρειάζεται επίσης συνεργασία για την τεχνολογία, την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων και τον συντονισμό αυτών των εξοπλισμών. Και βεβαίως, στρατηγική. Άρα, πιστεύω πως η Ευρώπη θα αρχίσει – μάλλον έχει αρχίσει από την προηγούμενη θητεία του Τραμπ – να αντιλαμβάνεται ότι ο Trump δεν έχει ιδιαίτερη εκτίμηση προς την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ. Άρα, η Ευρώπη πρέπει σοβαρά να σκεφτεί μία ισχυρή, ενιαία εξωτερική και αμυντική πολιτική που θα διασφαλίσει τα σύνορά της, τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και θα παίξει πιο καθοριστικό ρόλο στην περιοχή, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και σε σχέση με τη Ρωσία. Ελπίζαμε ότι η Ρωσία θα ήταν μία Ρωσία φιλική, μία Ρωσία ειρηνική. Δυστυχώς, έχουμε μία Ρωσία επιθετική απέναντι σε μία χώρα της Ευρώπης, στην Ουκρανία. Πιστεύω λοιπόν, ότι αυτά είναι σαν μια καμπάνα που χτυπάει για τους Ευρωπαίους, για μία ουσιαστική αλλαγή που θα πρέπει να υπάρξει στην εξωτερική πολιτική.
Θέλω να πω όμως και κάτι άλλο. Έχω μιλήσει εδώ με αρκετούς Αμερικανούς, μίλησα και με τον πρώην κυβερνήτη της Καλιφόρνια, τον Jerry Brown, εμβληματική προσωπικότητα των Δημοκρατικών με τον οποίο είχα πολύωρη συζήτηση, αλλά και με κάποιους ρεπουμπλικανούς, για όλα αυτά που λέει για την Γροιλανδία και τον Παναμά, ότι θα χρησιμοποιήσει ακόμη και στρατιωτικές δυνάμεις ώστε να καταλάβει αυτές τις περιοχές επεκτείνοντας τα σύνορα της Αμερικής. Θεωρούν ότι αυτά είναι περισσότερο διαπραγματευτές μπλόφες. Ακόμα και αυτό αν είναι αλήθεια, ακόμα και να είναι μία διαπραγματευτική τακτική, δίνει την αίσθηση ότι μπορεί ο καθένας που έχει δύναμη να μην ακολουθεί τους διεθνείς κανόνες, τη διεθνή νομιμότητα και να χρησιμοποιεί τη δύναμή του για να επιβάλλεται στο γείτονά του ή σε μία άλλη περιοχή της γης. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό και για τη δικιά μας περιοχή. Μάλιστα πρόσφατα, ακούσαμε και τον κύριο Μπαχτσελί, που μιλούσε για την ιστορία των Δωδεκανήσων, πόσο αυτά θα έπρεπε να είναι τμήμα, μέρος της τουρκικής επικράτειας. Σκεφτείτε λοιπόν, να μπορούσε ο καθένας να πει, είναι δικό μας, θέλουμε αυτό το κομμάτι…
Καταλήγοντας, σημείωσε και τι οφείλει να κάνει η Αθήνα: «Πιστεύω ότι η Ελλάδα πρέπει να έχει μία ενεργή, επιθετική με την ειρηνική έννοια εξωτερική πολιτική, για να διαμορφώσουμε στην περιοχή μας σχέσεις, ακόμα πιο βαθιές, συνεργασίας, ώστε να μπορούμε να έχουμε μία περιφερειακή τουλάχιστον συνεργασία όσο γίνεται περισσότερο, βεβαίως με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χρειάζεται να υπάρχει μία σοβαρή και ενεργητική εξωτερική πολιτική αν θέλουμε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις όποιες συνέπειες μιας άλλης εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής».