Ένα αυτονόητο πράγμα είπε ο Νίκος Ανδρουλάκης κι έγινε ο κακός χαμός. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δήλωσε πως δεν μπορεί να υπάρξει κυβερνητική συνεργασία με τη Ν.Δ. και ότι τα κυβερνητικά ενδεχόμενα μετά τις επόμενες εκλογές είναι τρία: είτε αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ή της Ν.Δ. είτε κυβέρνηση με κορμό το ΠΑΣΟΚ και κόμματα της Κεντροαριστεράς ή της Ν.Δ. με τα μικρότερα κόμματα της Δεξιάς. Φυσιολογικό; Απολύτως.
Η πολιτική τακτική πίσω από τη δήλωση είναι απλούστατη και δεν χρειάζεται καν ανάλυση. Κανείς στη θέση του δεν θα συζητούσε προοπτική συνεργασίας με τον αντίπαλό του. Αυτό το θέμα όμως γεννάει μια ακόμη ερώτηση: Θα έπρεπε να υπάρξει κυβερνητική συνεργασία μεταξύ των δύο ισχυρότερων κομμάτων εάν δεν προκύψει αυτοδυναμία; Η προφανής απάντηση είναι αρνητική για διάφορους λόγους.
Ο σοβαρότερος αφορά την ευστάθεια του πολιτικού συστήματος. Ήδη βλέπουμε διάφορα συμπτώματα απορρύθμισης, όπως για παράδειγμα το πολύ χαμηλό σύνολο του νέου δικομματισμού, το οποίο π.χ. στην τελευταία δημοσκόπηση της Marc για τον ΑΝΤ1 φτάνει μόλις το 49,4% στην εκτίμηση ψήφου. Αν προσθέσουμε και το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, που θα μπορούσε να συμμετάσχει σε μια κυβερνητική συνεργασία, πάμε στο 57,9%. Το υπόλοιπο 42,1% λαμβάνουν κόμματα χωρίς προοπτική διακυβέρνησης.
Μπορεί κάποιος να φανταστεί τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να φθείρονται στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης συνεργασίας; Μπορεί να υπολογίσει τι θα σήμαινε μια ταυτόχρονη απαξίωσή τους αν τα πράγματα στράβωναν;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, για πάρα πολλούς λόγους, δεν μπορεί να επαναλάβει το… κατόρθωμα του 2015. Συνεπώς τίποτε δεν θα απέκλειε ένα χαοτικό πολιτικό σενάριο, στο οποίο θα ενισχύονταν υπέρμετρα δυνάμεις αλλοπρόσαλλες, ανίκανες να εγγυηθούν μια στοιχειωδώς ορθολογική διακυβέρνηση.
Την προηγούμενη φορά που είχαμε ανάλογο φαινόμενο, με την κυβέρνηση Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ (2012 – 2014), ο κίνδυνος ήταν ο ίδιος. Απλώς το 2015 μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα με ευρωπαϊκό και δημοκρατικό DNA, το οποίο μάλιστα ομογενοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά τη διάσπαση του 2015 και κυβέρνησε για μια τετραετία.
Έτσι δόθηκε η δυνατότητα στο υπόλοιπο πολιτικό σύστημα να ανασυγκροτηθεί χωρίς να περάσουμε έναν ακροδεξιό εφιάλτη, που σε εκείνες τις συνθήκες δεν ήταν απίθανος.
Κατ’ αναλογία, μετά τις επόμενες εκλογές, καλό θα ήταν ένας μόνο από τους δύο δημοκρατικούς πόλους να εμπλακεί με τη διακυβέρνηση – ακόμη και αν ο εταίρος του είναι… χαμηλής περιωπής – και ο άλλος να αποτελέσει την πιθανή εναλλακτική του. Η χώρα δεν αντέχει πειράματα και διαλυτικά φαινόμενα και η κοινωνία πρέπει να έχει βιώσιμες λύσεις. Απλό είναι…