Αν κάποιος αναρωτιέται γιατί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης το τελευταίο διάστημα συναντιέται διαδοχικά με ηγέτες του Αραβικού και του Μουσουλμανικού κόσμου, η απάντηση θα μπορούσε να είναι μονολεκτική: Συρία.
Για την ακρίβεια, η Αθήνα μοιάζει να μοιράζεται παρόμοιες ανησυχίες με διάφορες άλλες πρωτεύουσες σε αραβικές/μουσουλμανικές χώρες για την επιρροή που η Τουρκία έχει σε μια από τις πλέον κρίσιμες και υψηλής στρατηγικής σημασίας χώρες της Μέσης Ανατολής μετά την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και τι μπορεί να σημαίνει η επιρροή αυτή για τις ευρύτερες ισορροπίες στην περιοχή.
Στο πλαίσιο αυτό, εξηγείται εύκολα η συνάντηση του Κ. Μητσοτάκη με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι την περασμένη εβδομάδα, αλλά και η χθεσινή παρουσία του στη Σαουδική Αραβία, όπου, παρόντος και του πρίγκιπα διαδόχου του θρόνου των Σαούντ, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Σαουδικής Αραβίας.
Επισήμως – και αυτό είναι κάτι που τονίστηκε από τον πρωθυπουργό – στόχος είναι η στενότερη και ευρύτερη συνεργασία Ελλάδας και Σαουδικής Αραβίας σε ένα πλήθος τομέων. «Η Σαουδική Αραβία είναι στρατηγικός εταίρος για την Ελλάδα και την Ε.Ε. και παίκτης-κλειδί για την σταθερότητα και την ευημερία σε ολόκληρη την περιοχή. Το παγκόσμιο τοπίο αναδιαμορφώνεται και σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος του Αραβικού κόσμου και της Σαουδικής Αραβίας είναι κρίσιμος. Η ασφάλεια της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής είναι αλληλοεξαρτώμενες. Σε αυτό το τοπίο η στρατηγική μας συνεργασία αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία», είπε ο Κ. Μητσοτάκης.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα η Αθήνα επιδιώκει να αξιοποιήσει την επιφυλακτικότητα του Καΐρου και του Ριάντ απέναντι στις επιδιώξεις και τους μαξιμαλισμούς της Τουρκίας, προκειμένου να δημιουργήσει ένα τείχος προστασίας (και) της Ελλάδας από τον κίνδυνο, για παράδειγμα, ενός τουρκοσυριακού συμφώνου για τις θαλάσσιες ζώνες, στα πρότυπα της συμφωνίας που η Άγκυρα είχε πετύχει με τη Λιβύη, εκμεταλλευόμενη και την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου με τον Χαλίφα Χαφτάρ.
Εδώ θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι σχέσεις Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας έχουν περάσει από τα… σαράντα κύματα, ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια επαναπροσέγγιση. Όμως, η δυσπιστία και οι επιφυλάξεις παραμένουν, και αυτό δίνει στην Ελλάδα χώρο για δράση, όντας μια χώρα-μέλος της ΕΕ που μπορεί κάλλιστα να παίξει το ρόλο της πύλης προς την Ευρώπη για τον αραβικό κόσμο και, ταυτόχρονα, έναν αξιόπιστο και σταθερό εταίρο και σύμμαχο (ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική πυροβολαρχία Patriot παραμένει στη Σαουδική Αραβία).
Από την άλλη, πάντως, η Αθήνα δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι η Τουρκία είναι ένας μεγάλος «παίκτης» στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, καθώς και ότι προσφέρει ισχυρές επενδυτικές ευκαιρίες για τα πετροδολάρια των χωρών του Περσικού Κόλπου, ενώ οι τελευταίες επιτυχίες της στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας της δίνουν συγκριτικό πλεονέκτημα για… μπίζνες και όχι μόνο με τον αραβικό κόσμο. Όπως και να’χει, πάντως, οι επαφές Μητσοτάκη με αλ Σίσι και μπιν Σαλμάν αποτελούν ένα χρήσιμο στοιχείο στη «φαρέτρα» του ενόψει και του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας που θα πραγματοποιηθεί στην Άγκυρα.