«Δεν έχω τίποτε να σας προσφέρω εκτός από αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα. Έχουμε μπροστά μας ένα μαρτύριο της πιο οδυνηρής μορφής. Έχουμε μπροστά μας πολλούς, πολλούς μήνες αγώνα και πόνου. Ρωτάτε: “Ποια είναι η πολιτική μας;” Μπορώ να πω ότι είναι το να διεξάγουμε πόλεμο από θαλάσσης, ξηράς και αέρος, με όλες τις εσωτερικές μας δυνάμεις και μ’ όλη τη δύναμη που μπορεί να μας δώσει ο Θεός. Να διεξάγουμε πόλεμο εναντίον μιας τερατώδους τυραννίας, που κανείς ποτέ δεν την έχει υπερβεί στο σκοτεινό, αξιολύπητο κατάλογο της ανθρώπινης εγκληματικότητας. […]»
Οι ιστορικές εκκρεμότητες είναι σαν μια φωτιά που αντί να την σβήσεις, την μεταθέτεις στο μέλλον κι αυτό συνέβη με τη λήξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου και τις ανοιχτές εκκρεμότητες που άφησε η συνθήκη των Βερσαλλιών. Όλοι ξέρουν ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν στην ουσία το αποτέλεσμα των εκκρεμών υποθέσεων του Πρώτου. Καλό είναι να θυμηθούμε ότι πριν από τον Μάιο του 1940 είχαν ήδη ξεσπάσει δυο διαφορετικοί πόλεμοι σε διαφορετικές ηπείρους. Ο πρώτος από αυτούς ξέσπασε το 1937 με την επίθεση των Ιαπώνων εναντίον της Κίνας. Ο δεύτερος ήταν ευρωπαϊκός πόλεμος που ξεκίνησε το 1939 μετά το Σύμφωνο μη επίθεσης Ρίμπεντροπ-Μολότωφ μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και ναζιστικής Γερμανίας όταν η τελευταία εισέβαλλε στην Πολωνία. Δυο μέρες αργότερα, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Οι τρομακτικές αγριότητες των Ιαπώνων στην Κίνα και των Γερμανών στην Πολωνία είχαν ήδη γίνει σήμα κατατεθέν των δυο πολέμων. Η σφαγή που θα ακολουθούσε σύντομα στα ευρωπαϊκά πεδία των μαχών, φάνταζε τότε σαν ένα μελλοντικό ενδεχόμενο. Και παρόλο που ο πόλεμος στην Άπω Ανατολή ήταν ζωτικού ενδιαφέροντος τόσο για την Ευρώπη όσο και για τις ΗΠΑ, δεν τον συνδύαζαν με τον ευρωπαϊκό. Η ιστορική συγκυρία εξαρτιόταν από τις επιλογές που θα έκαναν οι ηγέτες δυο φασιστικών χωρών (Γερμανία και Ιταλία), δυο δημοκρατικών (Μ. Βρετανία και ΗΠΑ), μιας κομμουνιστικής (ΕΣΣΔ) και μιας γραφειοκρατικής αυταρχικής (Ιαπωνία), πράγμα που ήταν ήδη εξαιρετικά δύσκολο μέσα στο ρευστό περιβάλλον της εποχής, όπου κανένας όπως αποδείχτηκε δεν μπορούσε να εκτιμήσει και πολύ περισσότερο να ελέγξει τις εξελίξεις που έρχονταν.
Σε εκείνη την δυσοίωνη ιστορική στιγμή κάποια άτομα βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα που σημαίνει ότι από τις αποφάσεις τους θα εξαρτιόταν οι τρομακτικές εξελίξεις που προμήνυε η Ιστορία. Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία ήταν οι νέες αυταρχικές δυνάμεις στην Ευρώπη και στην Άπω Ανατολή που είχαν συμφέρον να αναθεωρήσουν την διεθνή τάξη που είχε εδραιωθεί μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ηττημένοι ζητούσαν ρεβάνς. Τα συμφέροντα της Μ. Βρετανίας ήταν ακριβώς αντίθετα καθώς το κύριο μέλημά της ήταν να διατηρήσει την παγκόσμια αυτοκρατορία της. Ήταν ο βασικός νικητής στην μεταπολεμική τάξη πραγμάτων της οποίας ήταν βασικός πρωταγωνιστής.
Στις 10 Μαΐου, ακριβώς την ημέρα που ο Χίτλερ άρχισε την επίθεση του στη Δύση, σαν από σατανική σκηνοθεσία της Ιστορίας, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ μέσα από μια σειρά αμφισβητήσεων αναλαμβάνει πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου. Ως εκείνη τη στιγμή σε όλη τη δεκαετία του ’30 βρισκόταν εκτός πολιτικής σκηνής. Ο άνθρωπος που από ένα καπρίτσιο της μοίρας ανεδείχθη ο κύριος αντίπαλος του Χίτλερ, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, παρά τα αδιαμφισβήτητα ταλέντα του, δεν έχαιρε της εμπιστοσύνης του Συντηρητικού Κόμματος του οποίου ηγείτο, όσον αφορά την πολιτική του κρίση. Ήδη από το φιάσκο της Καλλίπολης το 1914 αλλά και από τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του, η κοινή γνώμη ήταν επιφυλακτική απέναντί του και στους πολιτικούς κύκλους θεωρείτο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Αξίζει να θυμηθούμε την ετυμηγορία του πρωθυπουργού Στάνλεϋ Μπάλντγουιν: «Όταν γεννήθηκε ο Ουίνστον, ένα σωρό νεράιδες κατέβηκαν και γέμισαν την κούνια του χαρίσματα – φαντασία, ευφράδεια, εργατικότητα, κι ύστερα ήρθε μια νεράιδα που είπε: “Κανένας άνθρωπος δεν δικαιούται τόσα πολλά χαρίσματα”, και τον έπιασε και τον ταρακούνησε με τέτοιον τρόπο, που παρόλα αυτά τα χαρίσματα, στερήθηκε την κρίση και την σοφία». Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και τον Ιούλιο του ’39, τα 4/5 των βουλευτών του Συντηρητικού Κόμματος δεν τον ήθελαν στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Η αλήθεια είναι ότι ο Τσώρτσιλ δεν φημιζόταν για την προσκόλλησή του στις νόρμες. Ήταν πράγματι ένα ανεξάρτητο πνεύμα. Εκ των υστέρων, όλοι θυμούνται με θαυμασμό ότι χρησιμοποιούσε τις πολλές επαφές του, τις ρητορικές και δημοσιογραφικές του δεξιότητες και φυσικά την βουλευτική του ιδιότητα για να καταγγέλλει τακτικά την βρετανική πολιτική για την άμυνα και τον εξοπλισμό. Οι προειδοποιήσεις του για τον επανεμφανιζόμενο κίνδυνο της Γερμανίας και την δολιότητα του Χίτλερ, αποδείχθηκαν προφητικές. Πριν απ’ όλα, για την επαίσχυντη και ταπεινωτική συμφωνία του Μονάχου όταν είχε έρθει σε έντονη αντιπαράθεση με τον Τσάμπερλεν για τις υποχωρήσεις του στον Χίτλερ. Η εισβολή του Χίτλερ στα εναπομείναντα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας τον Μάρτιο του ’39, έκανε τους Βρετανούς να έρθουν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι η επιδίωξή του δεν ήταν να ενσωματώσει τους ομοεθνείς του Γερμανούς στο ράιχ της Μεγάλης Γερμανίας, αλλά να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία.
Μετά την παραίτηση του Τσάμπρλεν, διεκδικητές της διαδοχής ήταν ο Τσώρτσιλ και ο λόρδος Χάλιφαξ. Ωστόσο, ο Χάλιφαξ αρνήθηκε την υποψηφιότητά του, σύμφωνα με πολλούς καθώς έκρινε ότι ο ίδιος δεν ήταν κατάλληλα εφοδιασμένος από άποψη ιδιοσυγκρασίας για να γίνει ηγέτης μιας χώρας σε πόλεμο. Έτσι, μετά από μια σειρά απίθανων συγκυριών, ο απρόβλεπτος Τσώρτσιλ ανέλαβε την ηγεσία της χώρας του στην πιο σκοτεινή της ώρα.
Ο Ian Kersshaw* γράφει χαρακτηριστικά: «Είναι αδύνατον να εικάσει κανείς τι θα επιφύλασσε το μέλλον αν ο Χάλιφαξ είχε αποδεχθεί την πρωθυπουργία την οποία είχε το τσεπάκι του. Αναμφίβολα όμως, η απόφασή του να κάνει πίσω την δεδομένη χρονική στιγμή, ήταν τεράστιας σημασίας για την συνέχιση του πολέμου από την Βρετανία. Το βράδυ της 10ης Μαΐου, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ ήταν πρωθυπουργός».
* Μοιραίες επιλογές, Δέκα Αποφάσεις που άλλαξαν τον κόσμο, μτφ. Νίκος Ματσρακούλης, εκδ. Πατακη σελ 56.
Η Πολιτική Κατευνασμού
Λίγο πριν την επίσημη έναρξή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την κεραυνοβόλα κατάληψη της Πολωνίας, υπήρξε στην Αγγλία ιδιαίτερος προβληματισμός σχετικά με τη σκεπτικιστική και εν τέλει αδρανή στάση που κρατούσε ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Νέβιλ Τσάμπερλεν, ο οποίος ήταν της άποψης να έρθει η Αγγλία σε μια διαπραγμάτευση με τον Χίτλερ με σκοπό να αποφευχθεί η πολεμική εμπλοκή της σε αυτή την αιματοχυσία. Μιας Αγγλίας η οποία ήταν επίσης τραγικά απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει ένα πόλεμο αυτής της τάξεως και μεγέθους.
Το βασικό λάθος του Τσάμπερλεν ήταν κυρίως ότι δεν είχε λάβει καθόλου υπόψη του σε αυτή την εκτίμηση την προσωπικότητα και τους σκοπούς του Χίτλερ θεωρώντας ότι μπορούσε να διαπραγματευθεί, πράγμα που στις συγκεκριμένες συνθήκες πρόδιδε αδυναμία και μόνο με ταπεινωτικούς όρους θα μπορούσε να διεξαχθεί, με ένα δικτάτορα ο οποίος είχε ένα και μοναδικό σκοπό: τον αφανισμό των αντιπάλων του και την πλήρη υποταγή της Ευρώπης στο Γ΄ Ράιχ. Η εξωτερική πολιτική του Τσάμπερλεν γενικότερα τη δεκαετία του 1930 ήταν συνέχεια της πολιτικής του Στάνλεϊ Μπάλντουιν και πέρασε στην ιστορία ως Appeasement Policy (Πολιτική Κατευνασμού). Ο όρος αυτός σημαίνει την προσπάθεια των Βρετανών να κρατήσουν καλές σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία. Το 1938 υπέγραψε τη Συμφωνία του Μονάχου μαζί με την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, με την οποία η Τσεχοσλοβακία θα έδινε τα ανατολικά εδάφη της Σουδητίας στη Γερμανία, με τον όρο να μη γίνει εισβολή στην υπόλοιπη χώρα. Εξακολούθησε την προσπάθεια συμβιβασμού με τον Χίτλερ όπου του ήταν δυνατό, προκειμένου να αποτρέψει κάθε κίνδυνο πολέμου. Ιστορική έχει μείνει η φράση με την οποία ανακοίνωσε την υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου, “Peace for our time” («Ειρήνη στην εποχή μας»), η οποία διαψεύσθηκε τραγικά λίγο αργότερα με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.