Η κυβέρνηση προχωρά με μια νέα στρατηγική για την ενίσχυση της στέγης, επιδιώκοντας να επιβάλλει έναν διπλασιασμό του ΕΝΦΙΑ για τα αδρανή ακίνητα που βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια τραπεζών και εταιρειών διαχείρισης δανείων. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου, που θα τεθεί σε ισχύ από το 2026, στοχεύει να πιέσει τις τράπεζες και τους διαχειριστές να αξιοποιήσουν τα ακίνητα αυτά και να τα επαναφέρουν στην αγορά, ενισχύοντας τη διαθεσιμότητα κατοικιών και περιορίζοντας την άνοδο των ενοικίων.
Αυτή η παρέμβαση εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο της κυβέρνησης, το οποίο περιλαμβάνει τη δημιουργία του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, ο οποίος αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση της πρόσβασης στη στέγαση για τα ευάλωτα νοικοκυριά και στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά ζητήματα που απαιτούν διευκρίνιση, προκειμένου το μέτρο να έχει την επιθυμητή αποτελεσματικότητα.
Η αύξηση του ΕΝΦΙΑ για τα αδρανή ακίνητα έχει ως στόχο να πιέσει τις τράπεζες και τους διαχειριστές δανείων να ενεργοποιήσουν τα ακίνητα τους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν και να εισέλθουν στην αγορά. Από το 2026, η φορολογία αυτών των ακινήτων θα διπλασιαστεί, με την κυβέρνηση να προσδοκά την απελευθέρωση περίπου 25.000 κατοικιών, οι οποίες αναμένεται να ανακουφίσουν την αγορά και να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του στεγαστικού τομέα.
Η κίνηση αυτή αποσκοπεί στο να τερματιστεί η αδράνεια των τραπεζών, οι οποίες διατηρούν μεγάλα ποσά ακινήτων τα οποία παραμένουν ανεκμετάλλευτα και επιβαρύνουν τους ισολογισμούς τους. Η αξιοποίηση αυτών των ακινήτων θα μπορούσε να ενισχύσει άμεσα την προσφορά κατοικιών, μειώνοντας την πίεση στις τιμές των ενοικίων και προσφέροντας περισσότερες επιλογές στους ενοικιαστές και αγοραστές.
Ωστόσο, η διαδικασία αξιοποίησης αυτών των ακινήτων δεν είναι απλή, καθώς πολλά από αυτά αντιμετωπίζουν πολεοδομικές, νομικές ή τεχνικές εκκρεμότητες. Επίσης, οι πωλήσεις σε μεγάλους επενδυτές δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα, με τη ζήτηση να παραμένει χαμηλή. Εν τω μεταξύ, οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες διαχείρισης προκαλούν επιπλέον κόστη για τις τράπεζες και περιορίζουν τις διαθέσιμες κατοικίες στην αγορά.
Για να επιταχυνθεί η διαδικασία, οι εταιρείες διαχείρισης δανείων (servicers) προτείνουν μια εναλλακτική λύση: οι αγοραστές ακινήτων από πλειστηριασμούς να αναλαμβάνουν την τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων των ακινήτων, σε αντάλλαγμα για μια έκπτωση στην τιμή αγοράς. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους επενδυτές να εμπλακούν πιο ενεργά στην αγορά και να μειώσει το βάρος των εκκρεμοτήτων για τις τράπεζες.
Αν τελικά επιτευχθεί ο στόχος και τα 25.000 ακίνητα εισέλθουν στην αγορά, αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στην αγορά ακινήτων και στις τιμές των ενοικίων. Η αύξηση της προσφοράς κατοικιών μπορεί να μειώσει την πίεση στις τιμές, καθιστώντας τη στέγαση πιο προσιτή για τους πολίτες. Από την άλλη πλευρά, η ταχεία διάθεση αυτών των ακινήτων ενδέχεται να δημιουργήσει πιέσεις στις τράπεζες, καθώς μια απότομη πτώση των τιμών μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω ζημίες στους ισολογισμούς τους.
Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής εξαρτάται από τη συνεργασία της κυβέρνησης με τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης δανείων, ώστε να διασφαλιστεί η αποδοτική εφαρμογή των μέτρων. Η στρατηγική αυτή θέτει το στοίχημα της ισορροπίας: αύξηση της στεγαστικής προσφοράς, χωρίς να διαταραχθεί η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς θα στηρίξει τα ευάλωτα νοικοκυριά και θα συμβάλλει στην ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής στον τομέα της στέγασης. Αν οι ενέργειες αυτές συνδυαστούν με τις σωστές κινήσεις στο πεδίο της αξιοποίησης των ακινήτων, η αγορά κατοικίας μπορεί να γίνει πιο σταθερή και προσβάσιμη για όλους.