Οι ελεύθεροι επαγγελματίες που κατέθεσαν προσφυγές στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ, ζητώντας την κατάργηση του τεκμαρτού υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματός τους, δεν κατάφεραν να δικαιωθούν. Οι πρώτες αποφάσεις της ΔΕΔ απορρίπτουν τα αιτήματά τους, επιβεβαιώνοντας τα ποσά φόρου που εμφανίζονται στα εκκαθαριστικά και επιβάλλοντας τη φορολόγηση με βάση το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα.
Οι επαγγελματίες αυτοί στηρίζουν τα αιτήματά τους σε συνταγματικές διατάξεις, υποστηρίζοντας ότι η τεκμαρτή φορολόγηση παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές, όπως η ισότητα ενώπιον των φορολογικών βαρών, η αναλογικότητα και το δικαίωμα σε πλήρη δικαστική προστασία. Ειδικότερα, επισημαίνουν πως ο καθορισμός του ελάχιστου εισοδήματος γίνεται αυθαίρετα, μέσω σύγκρισης με τον κατώτατο μισθό μισθωτών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες που χαρακτηρίζουν τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις δραστηριότητές τους.
Η διαφωνία επικεντρώνεται στον τρόπο που υπολογίζεται το ελάχιστο εισόδημα, καθώς αυτό βασίζεται σε σταθερά κριτήρια που δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα των φορολογούμενων, οι οποίοι ζητούν έναν πιο δίκαιο και εξατομικευμένο τρόπο προσδιορισμού της φορολογητέας βάσης.
Η ΔΕΔ, ωστόσο, επικυρώνει τις πράξεις προσδιορισμού του φόρου, αναφέροντας ότι η νομοθεσία παρέχει τη δυνατότητα αμφισβήτησης των τεκμηρίων μόνο μέσω συγκεκριμένων διαδικασιών, τις οποίες οι προσφεύγοντες δεν ακολούθησαν. Συγκεκριμένα, οι φορολογούμενοι που θεωρούν ότι το πραγματικό τους εισόδημα είναι χαμηλότερο από το τεκμαρτό, οφείλουν να ζητήσουν τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου μέσω της συμπλήρωσης των κωδικών 443-444 στο έντυπο Ε1. Η διαδικασία αυτή προβλέπει την ενδελεχή διερεύνηση όλων των εισοδημάτων και δαπανών, συμπεριλαμβανομένων τραπεζικών κινήσεων, λογαριασμών κοινής ωφέλειας, επενδύσεων και περιουσιακών στοιχείων, τόσο των ίδιων όσο και των μελών της οικογένειάς τους.
Επιπλέον, η ΔΕΔ υπογραμμίζει ότι η Δημόσια Διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της νομιμότητας και μπορεί να ενεργεί μόνο βάσει των υφιστάμενων νομοθετικών διατάξεων. Δεν έχει την αρμοδιότητα να εξετάσει ζητήματα συνταγματικότητας ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων, καθώς αυτό αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Οι φορολογούμενοι που επικαλούνται συνταγματικές παραβάσεις μπορούν να θέσουν τα αιτήματά τους ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών, εφόσον η Διοίκηση περιορίζεται στην εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου όπως αυτό ισχύει.
Παρά τις απορριπτικές αποφάσεις, οι φορολογούμενοι έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στα διοικητικά δικαστήρια εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της ΔΕΔ. Παράλληλα, αναμένεται η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για σχετική προσφυγή που έχει κατατεθεί από τη Συντονιστική Επιτροπή Ελευθέρων Επαγγελματιών, Επιστημόνων και Εμπόρων. Η έκβαση της υπόθεσης αυτής θα είναι κρίσιμη, καθώς μπορεί να δημιουργήσει νομολογιακό προηγούμενο για την αντιμετώπιση του τεκμαρτού υπολογισμού των εισοδημάτων και τη δικαστική κρίση της συνταγματικότητας του ισχύοντος συστήματος φορολόγησης.
Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν στο προσκήνιο τον διαρκή διάλογο για τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια στον τρόπο φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ καταδεικνύουν τις προκλήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή των τεκμηρίων σε ένα πολυσύνθετο και συχνά αυθαίρετο πλαίσιο υπολογισμού εισοδημάτων.