Μια ταινία…
Τίτλος ταινίας: Μαρία. Με την κατάθεση αυτού του στοιχείου ταυτότητας, το φιλμ και ο σκηνοθέτης του Πάμπλο Λαραΐν μοιάζουν να αποποιούνται το ελκυστικό στοιχείο, το να είναι μια βιογραφία της ντίβας.
Από τον τίτλο, λοιπόν, δηλώνεται η επιθυμία ενός έργου με κέντρο μια Μαρία.
Συνηθισμένο όνομα, θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα δίπλα μας: με τις ανησυχίες της, τις υπαρξιακές της αγωνίες, τους έρωτές της, τη σωματική της ανασφάλεια, το κυνηγητό από τη σκιά της μητέρας της, το φόβο της επαγγελματικής αποτυχίας.
Ως εδώ Μαρία…
Μόνο που η συγκεκριμένη Μαρία διαθέτει ένα θείο χάρισμα, τη φωνή της.
Με αυτήν αρχίζει και απογειώνεται, πλησιάζει τα ουράνια, με τα αγγελικά φτερά της τελειότητας.
Γίνεται θεά (ντίβα), γίνεται Κάλλας.
Η απόσταση μεγάλη, το ύψος τεράστιο, μια Μαρία είναι δύσκολο να διαχειριστεί την Κάλλας.
Μαζί και η ταινία, καθώς προσπαθεί να λύσει το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, όταν η μοίρα τη φορτώνει με το δυσβάστακτο άχθος του τέλειου, του εξωπραγματικού.
Γι’ αυτό, ο Λαραΐν εισάγει δύο χαρακτήρες, κάπως σαν σακιά-αντίβαρα στο αερόστατο, τους δύο οικιακούς της βοηθούς.
Η Μαρία παίζει χαρτιά μαζί τους, τους ζηλεύει σχεδόν που είναι «γήινοι».
Τους αγγίζει για να αισθανθεί τη χαρά της άδολης ζεστασιάς, αυτής που κάθε Μαρία χρειάζεται, τους εκμεταλλεύεται με τη στριφνότητα της ντίβας, όταν γίνεται Κάλλας.
Ειδικεύεται στις έκκεντρες (και όχι εκκεντρικές) βιογραφίες ο σκηνοθέτης από τη Χιλή. Τόσο η εξαιρετική «Τζάκι» (Κένεντι), όσο και η λιγότερο πετυχημένη «Σπένσερ» (πριγκίπισσα Νταϊάνα), μας σύστησαν τη μέθοδό του να στήνει βιογραφίες, μέσα από τα κενά του βίου τους, αυτά που καμία κάμερα, κανένα ρεπορτάζ δεν κάλυψαν.
Και πάντα η ξεχωριστή ταινία του για το βίο του Πάμπλο Νερούδα.
Εκεί, σε αυτές τις οπές του βίου τους, τρυπώνει η κάμερα, έχει τούτο το δικαίωμα και εικονογραφεί με τη φαντασία της, ότι θα μπορούσε να είναι πίσω από μια τυπική βιογραφία.
Στην «Μαρία» τον αφηγηματικό άξονα αναλαμβάνουν οι δύο οικιακοί της βοηθοί, ο Πιερφραντσέσκο Σαβίνο και η Άλμπα Ρορμπάχερ, έτσι που να μοιάζουν σα να τρυπώνουμε εμείς στο σπίτι της.
Μια θεμιτή αυθαιρεσία, που αποδεικνύει το πρόβλημα συμβίωσης της Μαρίας με την Κάλλας.
Να γιατί στο τελευταίο πλάνο μένει το κοντινό πλάνο των δύο, να θυμίζει ότι το κοινό είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της τέχνης, η επιθυμία του να αγγίξει το τέλειο δίνει υπόσταση και αξία στους φορείς του. Το ίδιο και με την πολιτική.
Ο Πάμπλο Λαραϊν είναι πάντα βαθιά πολιτικός: ο ηγέτης δεν υπάρχει χωρίς το λαό του. Αυτός είναι ο λόγος που ο σκηνοθέτης επιλέγει το σκηνοθετημένο και «ψεύτικο» ασπρόμαυρο όταν αναπαράγει ντοκιμαντερίστικο υλικό στα πλάνα της ντίβας που υπάρχουν ως καταγεγραμμένο αρχείο, ενώ η υποκειμενική καταγραφή ρέει με το χρώμα της ταινίας. Κάτι ανάλογο γίνεται και με τις μουσικές.
Δίπλα στα γνωστά ηχογραφημένα στιγμιότυπα με τις άριες, υπάρχουν μόνο δύο χορωδιακά μέλη, από την «Κάρμεν» και το «Τροβατόρε». Είναι οι στιγμές που ο λαός παίρνει το πάνω χέρι, δίνει τη δύναμή του στην Κάλλας, για να τον ραντίσει με την ευλογία της ιδανικής αισθητικής.
Σε αυτήν τη μοναδική διαδρομή προς τον παράδεισο της τέχνης, ο Λαραϊν επιλέγει να ακολουθήσει σαν πιστός προσκυνητής. Γύρω του έχει τα δικά του χερουβείμ, την άψογη στην ερμηνεία της Αντζελίνα Τζολί, αλλά και τους κρυφούς του άσους, τον Πιερφραντσέσκο Φαβίνο και την Άλμπα Ρορμπάχερ.
Εν τέλει, καταφέρνει να αφήσει κι αυτός ένα λουλούδι στην τεφροδόχο της θεάς Κάλλας, άλλα και της Μαρίας, που έφυγε πρόωρα (μόλις την εγκατέλειψε ο έρωτας Αριστοτέλης και η φωνή της), άδοξα και γεμάτη πίκρα από τη ζωή, όπως όλοι μας.
Η ταινία
Η ταινία «ΜΑΡΙΑ» προβάλλεται από 5 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους από το Cinobo και την Faliro House
Σύνοψη
1977: Η Μαρία Κάλλας, κάποτε η μεγαλύτερη ντίβα της όπερας στον κόσμο, ζει απομονωμένη στο Παρίσι με το προσωπικό της και τα δύο κανίς της. Η υγεία της χειροτερεύει όλο και περισσότερο. Τότε δέχεται ένα αίτημα να ξαναβγεί σε περιοδεία. Θα τραγουδήσει ξανά η Divina; Και αν ναι, για ποιον;
- Ο Μάστερ της κινηματογραφικής βιογραφίας, Πάμπλο Λαραΐν, κλείνει τον κύκλο των Μεγάλων Κυριών του (“Τζάκι”, “Σπένσερ”) με μια αντισυμβατική, μαγευτική και βαθιά κινηματογραφική ματιά στις τελευταίες μέρες της απόλυτης ντίβας του κλασικού τραγουδιού. Γυρίσματα στην Ελλάδα και ένας ρόλος ζωής για την Αντζελίνα Τζολί που υπόσχεται να την οδηγήσει στο επόμενο Όσκαρ της.