Τη διαβεβαίωση ότι θα κάνει εκλογές κανονικά το 2027, δίχως να αλλάξει τον εκλογικό νόμο και θα είναι ο ίδιος υποψήφιος πρωθυπουργός, έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, που παραχώρησε στον ΑΝΤ1 και τον Νίκο Χατζηνικολάου από τη Θεσσαλονίκη.
Ο κ. Μητσοτάκης βρέθηκε στην πόλη για τα εγκαίνια του μετρό και ανέπτυξε όλο το πολιτικό του σχέδιο.
Ξεκαθάρισε πως, δεν θα αλλάξει τώρα ο εκλογικός νόμος, για τις εκλογές που θα γίνουν σε 2.5 χρόνια και επανέλαβε ότι είναι υπέρ των αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Τόνισε ότι «δεν θα πειραματιστεί για να διευκολύνει την αυτοδυναμία», αλλά θα είναι στην κρίση των πολιτών η επιλογή.
Για το ζήτημα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, που έγινε και αφορμή για τη διαγραφή Σαμαρά, είπε ότι, είναι ακόμα πρόωρη η συζήτηση και χαρακτήρισε «προσβλητικό» να αμφισβητείται ο πατριωτισμός του, ενώ τόνισε πως, «δεν υπάρχει ζήτημα συνοχής στην ΚΟ της ΝΔ».
Από την άλλη, ο Κ. Μητσοτάκης σημείωσε ότι «δεν μπορώ να σας προβλέψω ποιο θα είναι το εκλογικό τοπίο το 2027, ούτε και ποια θα είναι η πρόθεση των κομμάτων. Δεν ξέρουμε πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή το 2027. Άρα, θεωρώ ότι αυτή η συζήτηση είναι εξαιρετικά πρώιμη», αναφερόμενος στο ενδεχόμενο κυβέρνησης συνεργασίας, ενώ αναφερόμενος στο ενδεχόμενο να συζητηθεί το πρόσωπο για την Προεδρία της Δημοκρατίας στη συνάντησή του με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Νίκο Ανδρουλάκη, στις 4 Δεκεμβρίου, ο πρωθυπουργός είπε ότι «δεν έχω αυτή τη στιγμή, δεν είμαι έτοιμος να κάνω μία τέτοια συζήτηση κατ’ ιδίαν με τον κ. Ανδρουλάκη διότι δεν έχω καταλήξει ακόμα στην πρότασή μας».
Κατά τα λοιπά, με αφορμή τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από την Κ.Ο. και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και φήμες που θέλουν τον πρώην πρωθυπουργό να προχωρεί ακόμα και στη δημιουργία νέου κόμματος, αλλά και «διαρροές» βουλευτών που βρίσκονται κοντά του, ο Κ. Μητσοτάκης είπε χαρακτηριστικά ότι η Κ.Ο. του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και η βάση είναι «μπετόν αρμέ», ενώ δεν θέλησε να σχολιάσει κάτι παραπάνω για τη στάση ή τις προθέσεις του Α. Σαμαρά.
Απαντώντας, δε, στην κριτική, τόσο του Α. Σαμαρά όσο και του Κώστα Καραμανλή για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στα εθνικά ζητήματα και ιδίως στα ελληνοτουρκικά, ο πρωθυπουργός είπε ότι «από ένα σημείο και πέρα είναι πάρα πολύ ενοχλητικό και προσβλητικό ως έναν βαθμό να αμφισβητείται ο πατριωτισμός ο δικός μου, του Υπουργού Εξωτερικών, διαρκώς, όταν έχουμε πει σε όλους τους τόνους τι είναι αυτό το οποίο κάνουμε και τι είναι αυτό το οποίο δεν κάνουμε. Αν αυτό εξυπηρετεί -και δεν αναφέρομαι στους δύο τέως πρωθυπουργούς εδώ, αναφέρομαι κυρίως στην κριτική που μας ασκείται από τα δεξιά μας-, αν αυτό το πράγμα αισθάνονται κάποιοι ότι τους δίνει κάποιους πόντους στην κοινή γνώμη –δεν καταλαβαίνω και τι θέλουν αυτοί, να πάμε σε πόλεμο με την Τουρκία; Δηλαδή, δεν καταλαβαίνω ποια είναι η εναλλακτική σε αυτό το οποίο κάνουμε-, αυτό είναι δικό τους θέμα».
Δεδομένου ότι τα ελληνοτουρκικά αποτελούν σημείο τριβής και στο εσωτερικό της ΝΔ, ο Κ. Μητσοτάκης είπε ότι «η Ελλάδα πρέπει να συνομιλεί με την Τουρκία, και μπορεί να το κάνει από θέση ισχύος και αυτοπεποίθησης. Και αυτό θα συνεχίσω να κάνω, παρά το γεγονός ότι στο βασικό ζήτημα το οποίο έχουμε με την Τουρκία δεν έχει επέλθει καμία πραγματική σύγκλιση. Η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι με την Τουρκία έχει μία μεγάλη διαφορά, η οποία είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Τουρκία επιμένει, όπως το κάνει και εδώ και πολλά χρόνια, δεν είναι κάτι καινούργιο, να βάζει και πολλά άλλα θέματα στο τραπέζι των συζητήσεων, τα οποία η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί να συζητήσει».
«Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν μπορούμε να συζητούμε με την Τουρκία και για άλλα ζητήματα, περιφερειακά, ζητήματα οικονομικής συνεργασίας, ζητήματα τα οποία αφορούν, για παράδειγμα, το πρόγραμμα της γρήγορης βίζας για τα νησιά μας, ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με την διαχείριση των προσφυγικών ροών. Και αν συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, που σε αυτή τη φάση είμαστε αυτή τη στιγμή, και ότι δεν μπορούμε ουσιαστικά να συζητήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος το μείζον ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκα πριν, να γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να είμαστε σε ένα καθεστώς διαρκούς έντασης και προκλήσεων».
Για τις σχέσεις με τα Τίρανα ο Κ. Μητσοτάκης είπε ότι «η Αλβανία έχει ξεκινήσει τη διαδικασία, αυτόν τον μακρύ δρόμο για να μπορέσει κάποια στιγμή να εισέλθει στην ΕΕ. Και πρέπει να σας πω ότι η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να στηρίξει την Αλβανία σε αυτή την προσπάθεια, υπό μία, όμως, βασική προϋπόθεση: ότι η Αλβανία θα σεβαστεί απόλυτα τα δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας και ότι προφανώς θα υπάρχει αιρεσιμότητα σε κάθε βήμα της Αλβανίας προς την Ευρώπη ώστε να είμαστε κι εμείς σίγουροι ότι αυτά τα οποία δεσμεύεται η Αλβανία να κάνει, θα τα κάνει πραγματικά πράξη», λέγοντας ότι η Ελλάδα είναι «ροοστάτης» της ευρωπαϊκής πορείας της Αλβανίας.
Όσον αφορά στη Βόρεια Μακεδονία ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «πιστεύω ότι και η χώρα αυτή θα αντιληφθεί ότι δεν είναι προς όφελος της να επιμένει σε μια γραμμή η οποία δημιουργεί ζητήματα με τον μεγαλύτερο γείτονά της, ο οποίος τυχαίνει να είναι και μεγάλος επενδυτής στη χώρα και από τον οποίο προσδοκά και στήριξη στον ευρωπαϊκό δρόμο».
Με αφορμή την επίσκεψή του στη Βρετανία τη Δευτέρα και το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, ο Κ. Μητσοτάκης είπε ότι «πιστεύω ότι όταν γυρίσουν, όχι αν γυρίσουν, όταν γυρίσουν τα Γλυπτά, θα είναι μία δικαίωση για τη Μελίνα, η οποία πρώτη ευαισθητοποίησε, όχι την ελληνική αλλά την παγκόσμια κοινή γνώμη για την ανάγκη αυτής της επανένωσης», προσθέτοντας ότι «πιστεύω ακράδαντα ότι η στιγμή της επιστροφής των Γλυπτών θα έρθει. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω πότε, ούτε με τι ταχύτητα θα γίνει αυτή η επιστροφή. Διότι δεν νομίζω ότι μπορούμε να πιστέψουμε ότι αυτό θα γίνει από τη μια στιγμή στη άλλη».
Όσον αφορά δεν στην ακρίβεια, ο πρωθυπουργός επανέλαβε ότι «δεν θα αυξάνονται άλλο οι τιμές όπως αυξήθηκαν, αλλά θα αυξάνονται πολύ πιο γρήγορα οι ονομαστικοί μισθοί, και φυσικά με τις μειώσεις φόρων θα αυξάνει και το διαθέσιμο εισόδημα. Αυτή είναι μία πολιτική, γι’ αυτό έχω μιλήσει για πολιτική τριετίας, η οποία θέλει χρόνο να δείξει τα αποτελέσματά της. Όπως ήθελαν χρόνο οι πολιτικές προσέλκυσης επενδύσεων, δημιουργίας θέσεων εργασίας, δεν είναι πολιτικές που αποδίδουν από τη μία στιγμή στην άλλη».
«Είμαι ακράδαντα πεπεισμένος ότι το 2027 όχι μόνο θα πετύχουμε τους στόχους μας, κατώτατο μισθό 950 ευρώ, μέσο μισθό 1.500 ευρώ, για το μέσο μισθό πιστεύω ότι θα ξεπεράσουμε και τον στόχο μας, γιατί καθώς μειώνεται η ανεργία αυξάνεται και η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζόμενων και οι επιχειρήσεις είναι αναγκασμένες, όπως το κάνουν ήδη, να πληρώνουν περισσότερο και θα πληρώνουν περισσότερο», είπε προσθέτοντας ότι «κατανοώ απόλυτα ότι υπάρχει μία δυσθυμία, η οποία δεν είναι μόνο ελληνική».
Τέλος, το μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν εκβιάζεται από παράγοντες ποδοσφαιρικών ομάδων – με αφορμή απειλές για επεισόδια κατά τα εγκαίνια του μετρό της Θεσσαλονίκης, αλλά και την απόφαση καθυστέρησης εφαρμογής ποινής κεκλεισμένων των θυρών που είχε επιβληθεί σε μια ομάδα της συμπρωτεύουσας – έστειλε ο πρωθυπουργός, ξεκαθαρίζοντας ότι ο υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Νίκος Ταχιάος, «έκανε αναφορά στην εισαγγελία κατόπιν δικής μου εντολής» και τόνισε ότι «η κυβέρνηση δεν απειλείται ούτε εκβιάζεται από κανέναν», προσθέτοντας ότι «τέτοιες συμπεριφορές είναι αντικείμενο της δικαιοσύνης», ενώ υπερασπίστηκε την πολιτική της κυβέρνησης στο ζήτημα της καταπολέμησης της αθλητικής βίας, λέγοντας, μάλιστα, ότι «τα γήπεδα μας μοιάζουν πλέον με ευρωπαϊκά».
Δείτε την συνέντευξη: