Ένας «άγνωστος πόλεμος» είναι αυτός που πέρασε στην Ιστορία ως «χειμερινός πόλεμος», ο οποίος ξέσπασε στις 30 Νοεμβρίου του 1939 ανάμεσα στη Φινλανδία και την τότε Σοβιετική Ένωση και ολοκληρώθηκε στις 13 Μαρτίου του 1940 με τη συνθήκη ειρήνης της Μόσχας. Τότε η Κοινωνία των Εθνών, στις 14 Δεκεμβρίου 1939, απέβαλε από τις τάξεις της τη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, να σημειώσουμε ότι και μετά τη λήξη του πολέμου ακολούθησε μια δεκαετία με ιδιαίτερα τεταμένες σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις δύο χώρες: δηλαδή από το πραξικόπημα που στήριξαν οι Σοβιετικοί το 1948 μέχρι και το 1950 που η Σοβιετική Ένωση χαρακτήρισε τη Φινλανδία ως εχθρική χώρα.
Παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η τύχη της Φινλανδίας εξαρτιόταν από τις αποφάσεις που θα λάμβανε ο δικτάτορας Στάλιν. Με δυο λόγια από τα επεκτατικά του σχέδια εξαρτιόταν η ανεξαρτησία του κράτους της Φινλανδίας, η ζωή και ο θάνατος των πολιτών της.
Είναι γνωστό ότι τον Αύγουστο του 1939, η Σοβιετική Ένωση και η ναζιστική Γερμανία υπέγραψαν το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης. Επρόκειτο για μια συνθήκη μη επίθεσης μεταξύ των δύο ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα που σκίασε με φρίκη το μεγαλύτερο διάστημά του. Η συνθήκη, ωστόσο, όπως επίσης είναι γνωστό και αποδείχτηκε εν τοις πράγμασι αμέσως, πριν καν στεγνώσει το μελάνι της υπογραφής της, περιείχε ένα μυστικό πρωτόκολλο στο οποίο οι ευρωπαϊκές ανατολικές χώρες χωρίζονταν σε σφαίρες επιρροής: τη γερμανική και τη σοβιετική σφαίρα. Στο πρωτόκολλο αυτό, η Φινλανδία εντασσόταν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής.
Μετά την κατάκτηση της ανατολικής Πολωνίας από τους Σοβιετικούς, η ΕΣΣΔ υποχρέωσε τις τρεις χώρες της Βαλτικής να δεχτούν την υπογραφή συμφώνων αμοιβαίας βοήθειας, τα οποία της έδιναν το δικαίωμα εγκατάστασης στρατιωτικών βάσεων και δυνάμεων στην επικράτειά τους. Ταυτόχρονα, στις 5 Οκτωβρίου 1939, η ΕΣΣΔ προσκάλεσε αντιπροσωπεία της Φινλανδίας στη Μόσχα για διαπραγματεύσεις. Η Φινλανδία, ενεργώντας αντίθετα από τις υπόλοιπες Βαλτικές χώρες, έθεσε σε εφαρμογή μια γιγάντιας κλίμακας κινητοποίηση, προκειμένου να ετοιμαστεί για να υπερασπιστεί την εθνική της ανεξαρτησία. Όπως ακριβώς έπραξε και ο Μουσολίνι στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, η αφορμή για την εισβολή δόθηκε μέσω μιας προβοκάτσιας.
Στις 26 Νοεμβρίου 1939 ένα σοβιετικό φυλάκιο κοντά στα σύνορα με τη Φινλανδία δέχτηκε πυρά από (δήθεν) αγνώστους, με αποτέλεσμα τέσσερις Σοβιετικοί φρουροί να σκοτωθούν και άλλοι εννέα να τραυματιστούν. Ο Μολότοφ, σε συνέχεια του σχεδίου του, απέδωσε την επίθεση στο φινλανδικό πυροβολικό και ζήτησε η Φινλανδία να μετακινήσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις 20 χλμ. δυτικότερα από τα σύνορα. Όπως ομολόγησε αργότερα στα απομνημονεύματά του, ο Χρουστσόφ, τότε μέλος του Πολιτικού Γραφείου, αναφέρθηκε στο γεγονός και παραδέχτηκε ότι οι οβίδες που έπληξαν το φυλάκιο ήταν σοβιετικές. Η διαφορά μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών ήταν συντριπτική υπέρ των Σοβιετικών. Για την ακρίβεια οι σοβιετικές δυνάμεις σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν τριπλάσιες έναντι των φινλανδικών. Η σοβιετική υπεροχή της αεροπορίας ήταν 30 φορές μεγαλύτερης ισχύος από την αντίστοιχη φινλανδική και διέθετε επίσης εκατονταπλάσιο αριθμό τεθωρακισμένων οχημάτων.
Παρά τη συντριπτική δύναμη ισχύος υπέρ των σοβιετικών εισβολέων σε όλα τα επίπεδα ανάμεσα στις δύο χώρες καθοριστικό ρόλο για την έκβαση της σταλινικής εισβολής στη χώρα έπαιξαν οι μαζικές εκκαθαρίσεις στις οποίες είχε προβεί ο δικτάτορας ηγέτης της ΕΣΣΔ, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί ο Κόκκινος Στρατός από έναν μεγάλο αριθμό ικανών αξιωματικών και χαρισματικών στρατηγών, όπως ο Μιχαήλ Τουχατσέφσκι. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό αυτό, ο αριθμός των Σοβιετικών αξιωματικών που είχαν εκτελεσθεί ή φυλακιστεί, κυρίως ανώτερων και ανώτατων βαθμών, ανέρχεται σε 34.000. Από την άλλη, η Φινλανδία είχε αποφασίσει, σε αντίθεση με τις άλλες εξ ίσου μικρές Βαλτικές χώρες, να μην ενδώσει στις απειλές του Στάλιν και έδειξε αποφασισμένη να δώσει τη μάχη υπέρ βωμών και εστιών.
Παρά την τεράστια διαφορά ισχύος, ο υπέρτερος σοβιετικός στρατός υπέστη ντροπιαστική ήττα με συντριπτικές απώλειες. Οι Φινλανδοί επέδειξαν υψηλό φρόνιμα, προβάλλοντας μια σθεναρή όσο και αποτελεσματική αντίσταση εναντίον των Σοβιετικών εισβολέων. Μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών στη Συνθήκη της Μόσχας η Φινλανδία απώλεσε το 11% των εδαφών της και το 30% των γεωοικονομικών πηγών της, που πέρασαν στην κατοχή της Σοβιετικής Ένωσης. Κατάφερε, ωστόσο, να διατηρήσει την ανεξαρτησία της. Η ΕΣΣΔ από την άλλη βγήκε από τον πόλεμο αυτό με βαρύτατες απώλειες στα πεδία της μάχης και τραυματισμένη τη διεθνή της φήμη.
Συγκεκριμένα αρκετοί μελετητές θεωρούν ότι αυτό το στραπάτσο του Στάλιν στη Φινλανδία έβαλε σε σκέψεις τον συνεταίρο του Χίτλερ, που πριν από λίγους μήνες είχαν κάνει τις διευθετήσεις τους (Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης) για την πραγματική πολεμική δυνατότητα της ΕΣΣΔ, πράγμα που θεωρούν ότι του άλλαξε τους σχεδιασμούς και του έβαλε άλλες ιδέες.
Όπως έχουμε διαπιστώσει, σε μια χώρα αχανή όπως η Ρωσία και με διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό «προς κατανάλωση», ο λαός εξαρτάται από τη βούληση ενός. Σε αυτή τη ρωσική παράδοση διακυβέρνησης κινήθηκε και ο Στάλιν, ο οποίος ενεργούσε δίχως καμιά ηθική σκοτούρα σχετικά με την αξία της ανθρώπινης ζωής και φυσικά έξω από κάθε πιθανή δυνατότητα λογοδοσίας. Με την ίδια ευκολία που δεν έδινε σημασία στην ανθρώπινη ζωή, δεν έδινε καμία σημασία και για την τύχη άλλων κρατών που είχαν την ατυχία, όπως σήμερα για παράδειγμα η μαρτυρική Ουκρανία, να συνορεύουν με την ευρασιατική αυτή αυτοκρατορία.
Ωστόσο οι δύσκολες σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο χωρών έχουν ιστορικό βάθος που ξεκινά ουσιαστικά το 1809, όταν η τσαρική Ρωσία, επιδιώκοντας να προστατέψει την πρωτεύουσά της Αγία Πετρούπολη από την επιθετικότητα των Σουηδών, κατέκτησε τη Φινλανδία και τη μετέτρεψε σε τμήμα της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, που για αιώνες αποτελούσε τμήμα της Σουηδικής Αυτοκρατορίας. Η Φινλανδία υπό την τσαρική ηγεμονία απήλαυε ευρείας αυτονομίας έως ότου η Ρωσία προσπάθησε να την εντάξει στο κεντρικό της σύστημα διακυβέρνησης, στο πλαίσιο του προγράμματος δημιουργίας ενός ρωσοκεντρικού κράτους, κράτους με κυρίαρχο τον ρόλο του σλαβικού στοιχείου.
Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ήττα της Ρωσίας σε αυτόν και η ταυτόχρονη έκρηξη της Ρωσικής Επανάστασης έδωσαν στη Φινλανδία την ευκαιρία για ανεξαρτησία. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1917 η Βουλή της Φινλανδίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας. Η επαναστατική κυβέρνηση των Μπολσεβίκων προέβη τρεις εβδομάδες αργότερα σε αναγνώριση της νέας φινλανδικής κυβέρνησης. Τον Μάιο του 1918, η Φινλανδία κέρδισε οριστικά την ανεξαρτησία της έπειτα από έναν μικρό σε διάρκεια εμφύλιο πόλεμο και την εκδίωξη των μπολσεβικικών στρατιωτικών μονάδων από το έδαφός της.
Το 1932, η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε με τη Φινλανδία ένα Σύμφωνο Μη Επίθεσης, το οποίο ανανεώθηκε το 1934 για άλλα δέκα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών παρέμεναν σε άσχημη κατάσταση, όντας οι απολύτως απαραίτητες. Με τον Ιωσήφ Στάλιν να κερδίζει την απόλυτη εξουσία στο κόμμα και το κράτος, η Σοβιετική Ένωση αναθεώρησε την εξωτερική της πολιτική απέναντι στη Φινλανδία στα τέλη του 1930. Άρχισε να επιδιώκει την ανακατάληψη των επαρχιών της τσαρικής Ρωσίας, οι οποίες είχαν απολεσθεί μέσα στο χάος της Οκτωβριανής Επανάστασης και του επακόλουθου Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου (1918-1922). Μέχρι σήμερα θα έλεγε κάνεις ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών διατηρούν τη θερμοκρασία του ψυχρού τους κλίματος. Μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, η Φινλανδία, όπως και η Σουηδία, εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ.