Σε πραγματική θύελλα για την εφημερίδα που αποκάλυψε το Watergate και θεωρείται ένας από τους κορυφαίους «πυλώνες» των ΜΜΕ στις ΗΠΑ εξελίσσεται η απόφαση της ιδιοκτησίας της Washington Post (WaPo) να μην στηρίξει υποψήφιο στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Μετά τον CEO της εφημερίδας, Γουίλ Λιούις, και ο ιδιοκτήτης του εντύπου, μεγιστάνας Τζεφ Μπέζος, υποχρεώθηκε με άρθρο του στη διαδικτυακή έκδοση της WaPo, να δικαιολογήσει την απόφαση αυτή – που ουσιαστικά θεωρήθηκε πλήγμα για τη Δημοκρατική υποψήφια, Κάμαλα Χάρις – υποστηρίζοντας κατ’ αρχάς ότι οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ πλέον δεν έχουν αξιοπιστία: «Στις ετήσιες δημοσκοπήσεις σχετικά με την εμπιστοσύνη και τη φήμη, οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ βρίσκονται τακτικά κοντά στον πάτο, συχνά ακριβώς πάνω από το Κογκρέσο. Αλλά στη φετινή δημοσκόπηση της Gallup, καταφέραμε να πέσουμε κάτω από το Κογκρέσο. Το επάγγελμά μας είναι πλέον το λιγότερο αξιόπιστο από όλα. Κάτι που κάνουμε είναι σαφές ότι δεν λειτουργεί».
Ο Μπέζος ισχυρίζεται ότι το να υποστηρίζει μια εφημερίδα έναν υποψήφιο «δεν αλλάζει την πλάστιγγα των εκλογών. Κανένας αναποφάσιστος ψηφοφόρος στην Πενσυλβάνια δεν πρόκειται να πει: “Θα πάω με την υποστήριξη της εφημερίδας Α”. Κανείς. Αυτό που κάνουν οι προεδρικές εγκρίσεις είναι να δημιουργούν την αντίληψη της προκατάληψης. Μια αντίληψη μη ανεξαρτησίας. Ο τερματισμός τους είναι μια απόφαση αρχών, και είναι η σωστή. Ο Γιουτζίν Μάγιερ, εκδότης της Washington Post από το 1933 έως το 1946, σκέφτηκε το ίδιο, και είχε δίκιο. Από μόνη της, η άρνηση υποστήριξης των προεδρικών υποψηφίων δεν είναι αρκετή για να μας ανεβάσει πολύ ψηλά στην κλίμακα εμπιστοσύνης, αλλά είναι ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Εύχομαι να είχαμε κάνει την αλλαγή νωρίτερα από ό,τι κάναμε, σε μια στιγμή πιο μακριά από τις εκλογές και τα συναισθήματα γύρω από αυτές. Αυτό ήταν ανεπαρκής σχεδιασμός και όχι κάποια σκόπιμη στρατηγική».
Τονίζει, δε, ότι «θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι εδώ δεν υπάρχει κανένα αντάλλαγμα οποιουδήποτε είδους. Ούτε η καμπάνια ούτε ο υποψήφιος συμβουλεύτηκαν ή ενημερώθηκαν σε οποιοδήποτε επίπεδο ή με οποιονδήποτε τρόπο για την απόφαση αυτή. Η απόφαση ελήφθη εξ ολοκλήρου εσωτερικά. Ο Ντέιβ Λιμπ, ο διευθύνων σύμβουλος μιας από τις εταιρείες μου, της Blue Origin, συναντήθηκε με τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ την ημέρα της ανακοίνωσής μας. Αναστέναξα όταν το έμαθα, επειδή ήξερα ότι αυτό θα παρείχε πυρομαχικά σε όσους θα ήθελαν να το παρουσιάσουν ως κάτι άλλο εκτός από μια απόφαση αρχών. Αλλά το γεγονός είναι ότι δεν γνώριζα για τη συνάντηση εκ των προτέρων. Ακόμη και ο Λιμπ δεν το γνώριζε εκ των προτέρων- η συνάντηση προγραμματίστηκε γρήγορα εκείνο το πρωί. Δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ αυτής και της απόφασής μας για τις προεδρικές εγκρίσεις, και κάθε άλλη υπόνοια είναι ψευδής».
«Παρόλο που δεν προωθώ και δεν θα προωθήσω το προσωπικό μου συμφέρον, δεν θα επιτρέψω επίσης σε αυτή την εφημερίδα να μείνει στον αυτόματο πιλότο και να ξεθωριάσει στην ασημαντότητα – ξεπερασμένη από αδιευκρίνιστα podcasts και αιχμές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – όχι χωρίς αγώνα. Είναι πάρα πολύ σημαντικό», λέει ο Μπεζος. «Το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο. Τώρα περισσότερο από ποτέ ο κόσμος χρειάζεται μια αξιόπιστη, αξιόπιστη, ανεξάρτητη φωνή, και από πού θα μπορούσε να προέρχεται αυτή η φωνή καλύτερα από την πρωτεύουσα της πιο σημαντικής χώρας του κόσμου; Για να κερδίσουμε αυτή τη μάχη, θα πρέπει να ασκήσουμε νέους μυς. Κάποιες αλλαγές θα είναι επιστροφή στο παρελθόν και κάποιες άλλες θα είναι νέες εφευρέσεις. Η κριτική θα είναι αναπόσπαστο μέρος κάθε νέου, φυσικά. Έτσι γίνεται στον κόσμο. Τίποτα από αυτά δεν θα είναι εύκολο, αλλά θα αξίζει τον κόπο. Είμαι τόσο ευγνώμων που είμαι μέρος αυτής της προσπάθειας. Πολλοί από τους καλύτερους δημοσιογράφους που θα βρείτε οπουδήποτε εργάζονται στην Washington Post, και εργάζονται καθημερινά με κόπο για να φτάσουν στην αλήθεια. Αξίζουν να τους πιστέψουμε».
Ωστόσο, από την Παρασκευή που ανακοινώθηκε η απόφαση της εφημερίδας, σύμφωνα με το NPR, υπάρχει «βροχή» ακυρώσεων συνδρομών, που φθανουν το 8% των 2,5 εκατ. συνδρομητών της εφημερίδας (διαδικτυακής και έντυπης έκδοσης). Συγκεκριμένα, περισσότεροι από 200.000 αναγνώστες της εφημερίδας ακύρωσαν τις συνδρομές τους στην ιντερνετική έκδοση του δημοσιογραφκού τίτλου έως χθες το μεσημέρι. Μάλιστα οι ακυρώσεις συνδρομών λέγεται ότι παρουσίασαν κλιμακούμενη ένταση από το μεσημέρι και ύστερα, σύμφωνα με το NPR, τα κεντρικά του οποίου βρίσκονται στην Ουάσινγκτον, επικαλούμενο πληροφορίες «εκ των έσω». Προς το παρόν από την Washington post δεν έχει υπάρξει δημόσιο σχόλιο για όσα αναμεταδίδονται περι μαζικών απεγγραφών.
Διαβάστε επίσης
Τηλεθέαση: Το πρόγραμμα που «απογείωσε» την ΕΡΤ3
Netflix: Αφαίρεσε πάνω από 25 ταινίες από την Παλαιστίνη- Αντιδράσεις από οργανώσεις