Στασιμότητα παρατηρείται στην φορολογική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) σε συνεργασία με το Tax Foundation. Αυτό καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι η Ελλάδα διατηρεί για το 2024 τη 27η θέση ανάμεσα στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ στον Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας.
Υπάρχουν ορισμένες παρατηρήσεις που προκαλούν ερωτήματα σχετικά με την πολιτική που ακολουθείται στη χώρα. Συγκεκριμένα, ο συντελεστής ΦΠΑ είναι ένας από τους υψηλότερους στον ΟΟΣΑ, ενώ οι φορολογικοί συντελεστές για τα μερίσματα είναι από τους πιο χαμηλούς. Επιπλέον, ο συντελεστής φορολόγησης των επιχειρηματικών κερδών είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο.
Για το 2023, η Ελλάδα συγκέντρωσε συνολική βαθμολογία 60,9 στον Δείκτη. Αναφορικά με τις επιμέρους κατηγορίες του Δείκτη, η Ελλάδα κατατάσσεται ως εξής:
• 17η θέση στην εταιρική φορολόγηση: Η χώρα διατηρεί σχετικά καλή θέση, αλλά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης.
• 9η θέση στη φορολόγηση φυσικών προσώπων: Αυτή η κατάταξη υποδηλώνει ότι οι φορολογικές επιβαρύνσεις για τους πολίτες είναι πιο ευνοϊκές σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες.
• 34η θέση στη φορολόγηση της κατανάλωσης: Οι υψηλοί φόροι κατανάλωσης είναι ένας από τους τομείς που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομία.
• 27η θέση στους φόρους επί της ιδιοκτησίας: Η θέση αυτή δείχνει ότι οι φορολογικές επιβαρύνσεις για την ιδιοκτησία είναι μέτριες, αλλά χρειάζονται περαιτέρω αναθεώρηση.
• 21η θέση στη φορολόγηση των κερδών στο εξωτερικό: Η Ελλάδα έχει έναν σχετικά καλό σχεδιασμό στον τομέα αυτό, αλλά η ανταγωνιστικότητα μπορεί να ενισχυθεί.
Οι συγγραφείς της φετινής μελέτης επισημαίνουν ορισμένες αδυναμίες του ελληνικού φορολογικού συστήματος που ενδέχεται να πλήττουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας:
• Οι εταιρείες στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν αυστηρούς περιορισμούς σχετικά με τα ποσά των καθαρών ζημιών που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να αντισταθμίσουν μελλοντικά κέρδη. Δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ζημιές από προηγούμενα έτη για τη μείωση του φορολογητέου εισοδήματος.
• Η Ελλάδα διαθέτει σχετικά περιορισμένο δείκτη φορολογικών συμβάσεων (58 συμβάσεις έναντι 75 του μέσου όρου του ΟΟΣΑ), γεγονός που μπορεί να περιορίσει τις διεθνείς επενδύσεις.
• Ένας από τους πιο υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ στον ΟΟΣΑ (24%) συνδυάζεται με περιορισμένη φορολογική βάση, καλύπτοντας μόλις το 37% της τελικής κατανάλωσης.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και θετικά σημεία στο ελληνικό φορολογικό σύστημα, όπως αναφέρονται στην έρευνα:
• Ο καθαρός φορολογικός συντελεστής για τα φυσικά πρόσωπα επί μερισμάτων, ο οποίος ανέρχεται στο 5%, είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (24,7%).
• Ο συντελεστής φορολόγησης εταιρικού εισοδήματος, στο 22%, είναι επίσης χαμηλότερος από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (23,9%).
• Οι κανονισμοί για τις Ελεγχόμενες Αλλοδαπές Εταιρείες είναι μετριοπαθείς και εφαρμόζονται κυρίως στο παθητικό εισόδημα, γεγονός που διευκολύνει τις επιχειρήσεις.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Εσθονία διακρίνεται για ενδέκατη συνεχόμενη χρονιά ως η χώρα με τον πιο ανταγωνιστικό φορολογικό κώδικα, ενώ η Κολομβία κατατάσσεται τελευταία (38η θέση). Η Ελλάδα βρίσκεται φέτος μεταξύ του Βελγίου (26η θέση) και της Δανίας (28η θέση).
Ο Εκτελεστικός Διευθυντής του ΚΕΦΙΜ, Νίκος Ρώμπαπας, δήλωσε ότι η σταθερά κακή θέση της Ελλάδας στον Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά χωρίς να απαιτείται γενική ελάφρυνση της φορολογικής επιβάρυνσης για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Σημαντικές παρεμβάσεις, όπως η αλλαγή του καθεστώτος των αποσβέσεων και η αύξηση του ορίου που ξεκινά το ανώτατο κλιμάκιο φορολόγησης του ατομικού εισοδήματος, πρέπει να θεωρηθούν άμεσες προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής.
Ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Tax Foundation, Daniel Bunn, τόνισε ότι καθώς πολλές χώρες θα διεξάγουν εκλογές φέτος, αναμένονται σημαντικές αλλαγές στη φορολογική πολιτική παγκοσμίως. Το φορολογικό τοπίο συνεχίζει να εξελίσσεται, και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στη βελτίωση της κατάταξης των χωρών τους, εάν επιθυμούν να προσελκύσουν επενδύσεις και να μεγιστοποιήσουν τις ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη.