«Όλο αυτό δεν κάνει καλό σε κανέναν, πριν και πάνω από όλα στους ίδιους – εκείνοι ξέρουν βέβαια για το κόμμα τους καλύτερα από εμάς – στη χώρα, στο να έχει η χώρα αυτή την αξιωματική αντιπολίτευση, ούτε στην κυβέρνηση κάνει καλό, ούτε στο πολιτικό σύστημα κάνει καλό. Μακάρι κάποια στιγμή ένα από όλα αυτά τα κόμματα να καταφέρει να συμπεριφερθεί ως ένα σοβαρό κόμμα αντιπολίτευσης, ασκώντας σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση, για αυτά που θεωρεί ότι κάνει λάθος, αλλά κάθε φορά να καταλήγει σε μια συγκεκριμένη αντιπρόταση, που μπορούμε να την μετρήσουμε, να καταλάβουμε αν οδηγεί κάπου. Μέχρι τότε παρακολουθούμε τις εξελίξεις με έντονο προβληματισμό και περιμένουμε».
Με αυτή τη φράση σχολίασε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης τα τεκταινόμενα το τελευταίο διάστημα στον ΣΥΡΙΖΑ, και αν κάποιος αφαιρέσει κάποιες κλισαρισμένες φράσεις (προφανώς, καμία κυβέρνηση δεν θέλει να δέχεται «σφοδρή κριτική» από την αντιπολίτευση, πολλώ δε μάλλον «μετρημένες» αντιπροτάσεις…), γίνεται εμφανές ότι σε Μαξίμου και Πειραιώς η αναταραχή που επικρατεί στα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης (για το ΠΑΣΟΚ είπε ότι «πιο σημαντική είναι η πορεία του ΠΑΣΟΚ, από την Δευτέρα να δούμε αν θα διατυπώσει μια κοστολογημένη εναλλακτική, χωρίς τη λογική που είχε μέχρι σήμερα, δυστυχώς, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, μιμούμενο τον ΣΥΡΙΖΑ, του όχι σε όλα») προκαλεί έντονο προβληματισμό.
Πέραν του προφανούς – όσο λείπει μια ουσιαστική αντιπολίτευση, η οποία θα μπορούσε να «καναλιζάρει» τη δυσφορία των πολιτών, τόσο αυτή υπάρχει κίνδυνος να εκδηλωθεί άναρχα και ανεξέλεγκτα – ο προβληματισμός αυτός εδράζεται πάνω σε δύο άξονες:
· Ο πρώτος είναι η χαλάρωση που μπορεί να προκαλεί στην κυβέρνηση και την Κ.Ο. η αναταραχή στην πλευρά της αντιπολίτευσης, μια χαλάρωση που σίγουρα δεν βοηθάει την ίδια τη ΝΔ να «ξεκολλήσει» από τα χαμηλά για την ίδια ποσοστά που της δίνουν οι δημοσκοπήσεις μετά το στραπάτσο των ευρωεκλογών.
· Ο δεύτερος αφορά στα κόμματα στα δεξιά της ΝΔ τα οποία, αν και ακόμα δεν θεωρείται ότι αποτελούν «καθαρό και παρόντα κίνδυνο», εντούτοις μοιάζουν αργά και σταθερά να αυξάνουν τις (δημοσκοπικές) δυνάμεις τους, πλησιάζοντας ένα 20%, το οποίο εν πολλοίς θεωρείται οριστικά χαμένο για το κυβερνών κόμμα.
Μάλιστα, σε ένα ακραίο σενάριο, δεν θεωρείται απίθανο υπό συγκεκριμένες συνθήκες και συγκυρίες κάποια από αυτά τα κόμματα να συνενωθούν (ενδεχομένως και υπό μια ισχυρή προσωπικότητα, αν αυτή βρεθεί), συνθέτοντας έναν «σκληροπυρηνικό» πόλο στα δεξιά της ΝΔ, ο οποίος θα μπορούσε να την απειλήσει ακόμα και εκλογικά – ας μην παραβλέπεται το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα κόμματα ασκούν κριτική στην κυβέρνηση για «πυρηνικά» ζητήματα της πολιτικής της: τα εθνικά θέματα, το προσφυγικό/μεταναστευτικό, τον πολιτικό της χαρακτήρα και ταυτότητα κ.λπ.
Σε αυτό το πιο ακραίο σενάριο – και αν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης συνεχίσουν να έχουν εσωτερικά προβλήματα – προοπτικά μπορεί να υπάρξει αυτό που κάποιοι πολιτικοί αναλυτές περιγράφουν ως «ρευστοποίηση» του πολιτικού συστήματος, με μεγάλη αποδυνάμωση των δύο ισχυρών πολιτικών πόλων και με τη δημιουργία ενός πολυπολικού συστήματος που, ενδεχομένως, δεν θα μπορεί να λειτουργήσει. Στο πλαίσιο αυτό, εξηγείται και η φράση του Π. Μαρινάκη, «παρακολουθούμε τις εξελίξεις με έντονο προβληματισμό και περιμένουμε»: η απουσία ισχυρού αντιπάλου θα μπορούσε να δράσει φυγόκεντρα για όλους.