«Αυτό που χρειάζεται να γίνει, και ελπίζω ότι γίνεται στο Πυροσβεστικό Σώμα, είναι να αναλύσουμε τακτικά τη φωτιά, για να εντοπιστούν τα χρονικά και χωρικά παράθυρα, πού και πότε δηλαδή μπορούν με ασφάλεια και αποδοτικότητα να περιορίσουν τη φωτιά. Το παρακολουθούμε ήδη από το ξεκίνημα της άνοιξης και έχουμε ήδη αναρτήσει κάποια δελτία σε σχέση με το έλλειμμα εδαφικής υγρασίας» είπε κατ’ επανάληψη αυτές τις μέρες ο πυρομετεωρολόγος Θεόδωρος Γιάνναρος.
Κατ’ αρχάς το γεγονός ότι ένας άνθρωπος με αυτή την ιδιότητα δεν γνώριζε αν η Πυροσβεστική έχει ένα σχέδιο σαν αυτό που ο ίδιος περιγράφει είναι, προφανώς, προβληματικό, καθώς, εάν υπήρχε τέτοιου είδους μελέτη και σχεδιασμός, κάποιος από την ειδικότητά του θα έπρεπε να συνδράμει.
«Τα εναέρια μέσα δεν είναι πανάκεια, είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο που έχει συνεισφέρει, ωστόσο δεν είναι η άμεση λύση στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών. Μέσα σε λιγότερο από 12 ώρες η φωτιά διήνυσε μια απόσταση περίπου 40 χλμ.» σημείωσε ο ίδιος. Αυτό φάνηκε και όταν οι φωτιές μπήκαν σε κατοικημένες περιοχές, όπου τα εναέρια μέσα είχαν πολλούς περιορισμούς δράσης.
Αυτό που καταλαβαίνουμε ως κοινοί – και μη εξειδικευμένοι – θνητοί είναι ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν μπορεί μερικές εκατοντάδες πυροσβέστες και εθελοντές να διασκορπίζονται σε μέτωπα δεκάδων χιλιομέτρων και να δίνουν καταδικασμένες μάχες.
Θα πρέπει να υπάρχει ένα επιτελικό (αν και η λέξη είναι πλέον κακόφημη) σχέδιο, το οποίο να υποδεικνύει πού να δώσουν συντεταγμένα τη μάχη για να έχουν ελπίδες να νικήσουν. Πριν φτάσουμε στο σημείο να απειλούνται πόλεις. Αλήθεια, σχέδιο επιλογής ευνοϊκού πεδίου υπήρξε ή απλώς ισχύει, ακόμη μια φορά, το «τέτοια ώρα, τέτοια λόγια»;