Εδώ και πολλά χρόνια προσπαθώ να θυμηθώ το όνομα του εικαστικού καλλιτέχνη που ορθώθηκε ενάντια στα σχέδια δημιουργίας παράλληλου καναλιού προς τον Δούναβη, που σήμαινε την καταστροφή του δάσους του Χάινμπρουκ.
Ο νομπελίστας Κόνραντ Λόρεντς είχε αναφερθεί σ’ αυτόν με τα πιο εγκωμιαστικά λόγια, χαρακτηρίζοντας το συγκεκριμένο δάσος «τροπικό δάσος σε εύκρατη ζώνη», όμως το εκπληκτικότερο όλων ήταν η αφήγηση του ίδιου του άγνωστου καλλιτέχνη: «Φανταστείτε», είπε, «ότι κάποιος τρελός μπαίνει στο μουσείο με ένα μαχαίρι και καταστρέφει τους υπέροχους φλαμανδικούς πίνακες με θέμα τα δάση. Όλοι θα αισθάνονταν αποτροπιασμό! Τι πρέπει όμως τώρα να αισθανθούν που βανδαλίζεται και καταστρέφεται το πρωτότυπο;»
Μερικοί διαφημίζουν την ενασχόλησή τους με τα δάση, θεωρώντας την υπέρτερη αυτής με τα δέντρα.… Κι όμως υπάρχουν δέντρα εμβληματικά, δηλωτικά της αντοχής στον χρόνο και της παράλληλης διαδρομής τους με σωρεία κοινωνικοπολιτικών γεγονότων.
Στο Μαντούδι της Εύβοιας υπήρχε ο γιγαντιαίος πλάτανος, τον οποίο ο αείμνηστος Γιώργος Ντούρος (1948-2008) θεωρούσε τον μεγαλύτερο των Βαλκανίων.
Υπάρχει η περίφημη ελιά στις Γούβες της Κρήτης, υπάρχουν σε δύο κεντρικές πλατείες της Λάρισας δύο μεμονωμένα δέντρα με μερικές χιλιάδες πουλιά, που παράγουν έναν ακανόνιστο βόμβο διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα εγκάρδιο αστικό ηχοτοπίο και αναβαθμίζοντας την ταυτότητα της πόλης…
Κι αυτό δεν είναι καθόλου αναχρονισμός. Είναι κάτι που δικαιώνει την απόφανση του αείμνηστου πολεοδόμου Δημήτρη Φατούρου για τον αστικό χώρο, για το ότι εκτός από νεωτερισμούς πρέπει να εσωκλείει και στοιχεία σταθερά, μόνιμα, δηλωτικά της παράδοσης – θα λέγαμε, ως ψυχολογικά αγκυροβόλια… Γιατί ο αστικός χώρος δεν πρέπει να διέπεται από μια «αποκαρδιωτική προσωρινότητα» – κατά πώς υποστήριζε ο ψυχαναλυτής Αλεξάντερ Μίτσιρλιχ, προσεγγίζοντας σαν κανονικός πολεοδόμος την «καρδιά» των πόλεων…
Η φύση στην πόλη
Η φύση στην πόλη δεν απορρυπαίνει απλώς· ούτε απλώς συνδράμει το αστικό τοπίο, ούτε μόνο οργανώνει σκιάσεις με διαφορά θερμοκρασίας 20 περίπου βαθμών· επιπλέον εμπνέει ιδέες για μια ενδοαστική γεωργία, εξοικονομητική μετακινήσεων, εντατική οπωσδήποτε, αλλά όχι και ρυπογόνα. Ο καθηγητής Despomier είναι από τους πρώτους οργανωτές της «αστικής γεωργίας», που αν μη τι άλλο αίρει την απόσταση μεταξύ πυκνοκατοικημένου χώρου και χωραφιού!
Παράλληλα το μοτίβο τoυ μουσειακού και μοναχικού αστικού δέντρου, που εμπνέει την κοινωνία των πολιτών, εξακολουθεί να παίζεται:
Στο Άργος περίπου δυόμισι χιλιάδες άτομα μαζί με την Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, με επιστολή τους στον δήμαρχο υπέγραψαν παλιά υπέρ της διάσωσης ενός υπεραιωνόβιου κυπαρισσιού.
Στην επιστολή επισημαίνουν ότι το κυπαρίσσι «αποτελεί τοπόσημο της πόλης και αποτυπώνεται σε ιστορικές φωτογραφίες και αναφορές περιηγητών, ενώ είναι συνδεδεμένο με ιστορικά πρόσωπα της περιοχής…».
Βέβαια οι φυτεύσεις στα πεζοδρόμια μεγάλου εύρους απειλούνται, ιδιαίτερα από κάποιους μαγαζάτορες που προσβλέπουν στην αύξηση της ορατής επιφάνειας των καταστημάτων τους.
Στην Κυψέλη το φαινόμενο έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, καθώς κόβονται τα δέντρα ενώ κουρεύονται αγρίως οι συστάδες πρασίνου και οι πικροδάφνες, που κάποτε τοποθετήθηκαν από κάποια δημοτική αρχή. Πρωτοστατεί η οδός Βελβενδού, όπου μετά τους κόφτες του Μπακογιάννη ακολούθησαν οι κόφτες του υποψήφιου για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ – αισθητώς ή ανεπαισθήτως.
Τα οπωροφόρα της Αθήνας
Στην αναφορά περί δένδρων και δασών δεν θα μπορούσα να παραλείψω «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» – ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου εμπνευσμένη από ένα βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου.
Ήταν κι αυτή μια έμμεση συνηγορία υπέρ της αστικής πολυλειτουργικότητας, που τόσο έχουμε ανάγκη να διαφυλάξουμε στις σημερινές συνθήκες στερήσεων και μονοϊδεασμών…
Η ταινία κάνει αποκαλύψεις: Το Κολωνάκι και η Νεάπολη είναι γεμάτα συκιές, ιδίως στα ερειπωμένα νεοκλασικά, αλλά και κορομηλιές και αναρριχώμενα κλήματα. Τον χειμώνα βρίσκεις μόνο νεραντζιές.
Στην Αμφιθέας, στη Βασιλίσσης Σοφίας, στο Παγκράτι, τα φρούτα που δεσπόζουν είναι οι μουριές, ενώ μουσμουλιές έχει στο καταπράσινο Παλαιό Φάληρο. Μ’ αρέσουν τα φρούτα της Αθήνας, δηλώνει ο ήρωας του Δημητρίου, που ενσαρκώνει ο Κουρής στην ομώνυμη ταινία. Ροδιές, τζιτζιφιές, ελιές, πού και πού καμιά βερικοκιά, τον προτρέπουν να γευτεί τους καρπούς τους, κάνοντας χιλιόμετρα καθημερινά.
Αντίθετα εμείς σιχτιρίζουμε τις πεσμένες ελιές στα πεζοδρόμια και τα νεράντζια πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου μας. Προτιμάμε τις τέντες και φοβόμαστε τις σφήκες σε κάποια παρατημένη κληματαριά, και γενικώς ξεχνάμε ότι τα παιδιά μας γίνονται θεατές αυτής της αφύσικης ανασφάλειάς μας.
Με την ευκαιρία, ας ανατρέξουμε σε κάποιες πρόσφατες ή παλιότερες ιδέες για τη σχέση πόλης και φύσης. Δεν είναι απλά και μόνο οι πολεοδομικές ουτοπίες των garden cities του Εμπενέζερ Χάουαρντ, ούτε οι ιδέες των απολεοδομιστών στις πρώτες φάσεις της Σοβιετικής Ένωσης, που υποστήριζαν τη «σχάση» των πόλεων και τη διάχυσή τους στον ευρύτερο χώρο. Είναι ακόμη οι πρόσφατες πολεοδομικές αντιλήψεις για την παρουσία της φύσης, οριζοντίως ή και καθέτως, μέσα στον αστικό ιστό, σε «δοσολογία», ποιότητα και διάταξη φιλική προς τη διαμόρφωση του αστικού τοπίου, την απορρύπανση και γενικά την ευζωία των πολιτών.
Η Χάρτα των Αθηνών
Ο Λε Κορμπυζιέ στη «Χάρτα των Αθηνών» υποστήριζε ότι «ο ήλιος, το πράσινο και ο χώρος είναι τα πρώτα υλικά της πολεοδομίας», η Καταστασιακή Διεθνής θεωρούσε τους ταρατσόκηπους έναν τρόπο «ανάκτησης» της κατειλημμένης από κτίσματα φύσης. Σήμερα η κηπουρική των πόλεων – ιδιαίτερα μάλιστα όταν πραγματώνεται από ειδικούς «γεωεπιστήμονες» – υπηρετεί το κοινωνικό και πολιτικό αίτημα μιας πόλης πλουραλιστικής, χωρίς τη μονοκρατορία του τσιμέντου, της ασφάλτου, των ορθογώνιων σχημάτων και των ευθυγραμμίσεων. Εξάλλου θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τη συλλογή των ελιών από το Αττικό άλσος από τους μετανάστες και τους πτωχούς της πόλης – που γινόταν συστηματικά στην πρώτη δεκαετία του αιώνα μας . Επίσης διαβάζουμε στην «Καθημερινή» (7.12.08) σε άρθρο της Άντζης Σαλταμπάση για το οργανωθέν «Λιομάζωμα στον Χολαργό», προϊόν μιας πρωτότυπης έκκλησης δυο φοιτητριών της αρχιτεκτονικής για να αποκατασταθεί η σχέση μας με τη φύση στην πόλη, που απέδωσε καρπούς και λάδι. Αλλά και μια σειρά χρήσιμα φυτά «ελευθέρας βοσκής» (δηλαδή με πλατιά και τυχαία διάδοση!), όπως η κάππαρη, το δενδρολίβανο, οι αντράκλες και η δάφνη της Κυψέλης – άκρως ωφέλιμη για τις απανταχού φακές –, είναι προφανώς συλλέξιμα. Αφήνω στην άκρη τη ρίγανη της Καρύστου, που άνθισε πρώτα σε μια προκυμαία, μπροστά στο κύμα (!) και έπειτα ξεριζώθηκε – ίσως από κάποια δημαρχιακή βούληση. «Η πόλις σε ακολουθεί» στιχουργούσε σε ένα ποίημα του ο Καβάφης. Κατά βάθος το θέμα του ήταν η νοσταλγία της πόλης, όμως παρέλειπε να πει ότι και η φύση προκαλεί κάτι σαν νοσταλγία στον πολίτη μιας αστικοποιημένης και ταυτόχρονα πληκτικής ζωής
Διαβάστε επίσης
Γαλάζια Πατρίδα / Οι μεγάλες ναυμαχίες στο Αιγαίο