«Δεν ήμουνα καλός» είπε τρεις φορές στον προπονητή του Γιώργο Πομάσκι ο Μίλτος Τεντόγλου μετά το δεύτερο σερί χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στο μήκος. Τι του έφταιγε; Ήθελε και μια καλύτερη επίδοση, την οποία «είχε», αφού έχει κάνει και μεγαλύτερα άλματα στην καριέρα του.
Μα πώς γίνεται να αναδεικνύεται κάποιος δεύτερη φορά χρυσός ολυμπιονίκης, να ισοφαρίζει επίτευγμα ενός Καρλ Λιούις και να μην είναι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο; Κι όμως γίνεται. Αρκεί να πιστεύει στον εαυτό του, να έχει απαιτήσεις απ’ αυτόν και να μην ικανοποιείται με κάτι λιγότερο από αυτό που μπορεί. Όχι ασύμβατη αυτή η λογική με τον χαρακτήρα του Τεντόγλου, ο οποίος με τις κατά καιρούς δηλώσεις του έχει εισπράξει εκτίμηση και θαυμασμό και από τον τελευταίο κάτοικο αυτής της χώρας.
Μια μέρα νωρίτερα, ο Εμμανουήλ Καραλής είχε κερδίσει το χάλκινο ολυμπιακό μετάλλιο στο άλμα επί κοντώ και είχε μπει σε μια θαυμάσια φωτογραφία με τον χρυσό Σουηδό Ντουπλάντις, ένα παιδί θαύμα και συνομήλικο του δικού μας, και τον αργυρό Αμερικανό Κέντρικς, ο οποίος θεωρείται ο μέντορας αυτής της φουρνιάς αθλητών.
Ο Καραλής δεν είναι μόνο ένας σπουδαίος αθλητής, αλλά κι ένας φανταστικός άνθρωπος που έχει ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ σε μικρή ηλικία. Ρατσισμός, αμφισβήτηση, σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, για τα οποία ο ίδιος έχει μιλήσει δημοσίως. Αλλά και μια απίστευτη προσπάθεια να αλλάξει τη ζωή του, να τα αφήσει όλα πίσω του και να γίνει αυτό που ο ίδιος μπορεί και πιστεύει. Είναι άλλο ένα σπάνιο δείγμα επιμονής, πίστης και κουράγιου. Ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι είναι κολλητός του Τεντόγλου.
Είναι όμως και οι δύο κάτι πολύ περισσότερο από σπουδαίοι αθλητές παγκόσμιας κλάσης. Είναι αυτό που λείπει από τον μέσο όρο της κοινωνίας, της πολιτικής και της… άρχουσας τάξης αυτής της χώρας. Είναι οι άνθρωποι που πάντα βλέπουν πιο μπροστά, πιο ψηλά, που αντιλαμβάνονται τις αδυναμίες τους, που δεν διστάζουν να προσπαθούν για το καλύτερο, που έχουν όραμα για το μέλλον, που θα βάλουν το κεφάλι κάτω για να νικήσουν όποιο εμπόδιο βρεθεί μπροστά τους.
Σε μια χώρα υποταγμένη στη «μετριοκρατία», στην ελάχιστη προσπάθεια, στην ικανοποίηση για το «μικρότερο κακό», στην προχειρότητα, στη μιζέρια της διαχείρισης του τίποτα και της ήττας, στην έλλειψη πίστης και ευγνωμοσύνης, στο μίσος για ό,τι δεν είναι «δικό μας», στον τυφλό και ηλίθιο οπαδισμό και, πολύ περισσότερο, στην έλλειψη αγάπης για την πατρίδα, ας ξαναδούμε λίγο αυτά τα παιδιά όχι ως πρωταθλητές, αλλά ως αυτό που μας λείπει. Και μας λείπει πολύ…