Τον τελευταίο καιρό πολλοί άνθρωποι βγαίνουν στις εξοχές με μια διάθεση περιπατητική – με αποτέλεσμα να διακινδυνεύουν τη ζωή τους, κάποτε – κάποτε και να τη χάνουν: άνθρωποι που προκαλούν τις γνωμοδοτήσεις ειδικών για τη σημασία της θερινής πεζοπορίας, που είναι απλοί και ανοργάνωτοι οδοιπόροι, αλλά συχνά οργανωμένοι σε ορειβατικούς και πεζοπορικούς συλλόγους, τουρίστες που διατρέχουν γωνιές άγνωστες και απρόσιτες.
Μερικοί θέλοντας «να σκοτώσουν» τον χρόνο τους, άλλοι θέλοντας να δουν κορυφές βουνών ή έρημες εκτάσεις και γενικώς να αντικρίσουν όλα τα θαυμαστά της φύσης και του πολιτισμού. Όμως ο νους μας ελάχιστα στρέφεται σ’ αυτές τις ηρωικές πεζοπορίες που διοργάνωναν οι προπάτορές μας: αγνοούμε ότι μέχρι και τον 18ο αιώνα η οδοιπορία ήταν η κύρια μορφή χερσαίας κυκλοφορίας.
Οι αρχαίοι λαοί διέσχισαν με τα πόδια τους άγνωστες περιοχές σε αναζήτηση καλύτερων τόπων. Οι Ρωμαίοι, που διδάχτηκαν την τέχνη της οδοποιίας από τους Ετρούσκους, καινοτόμησαν προσθέτοντας το λιθόστρωτο ως δομικό υλικό των δρόμων, αλλά οι δρόμοι που κατασκεύασαν δεν αρκούσαν για τις ανάγκες της αυτοκρατορίας: Η Φλαμινία οδός, που αρχίζει να κατασκευάζεται το 220 π.Χ., η Αυρηλία οδός το 144 π.Χ., ακόμη και η μεγίστη Εγνατία οδός, που διέσχιζε όλη τη Βαλκανική μέχρι τον ποταμό Έβρο, που δημιουργήθηκε μεταξύ των ετών 146 και 120 π.Χ., δεν έφθαναν (1*). Ο μεγάλος όγκος των μετακινήσεων γινόταν στον ενδιάμεσο χώρο, βάδην.
Η Ιστορία έγραψε
Η «Ιστορία» με γιώτα κεφαλαίο έχει επεξεργαστεί ως πρώτη ύλη χιλιάδες μικροϊστορίες που διατυπώθηκαν μέσα σε οδοιπορικές αφηγήσεις, συγκροτημένες σε βιβλία. Υπάρχουν οδοιπορικά φυσιολατρικά, που εκφράζουν τον θαυμασμό του ταξιδευτή μπροστά στα τοπία, υπάρχουν οδοιπορικά με παρατηρήσεις για τη χλωρίδα και την πανίδα, για τους γεωλογικούς σχηματισμούς, για το κλίμα των διαφόρων περιοχών, για τις ανθρώπινες κατασκευές και τις παραγωγικές δραστηριότητες, για τις ιδιαιτερότητες των τοπικών κοινωνιών και τους κινδύνους στον έναν και στον άλλον τόπο.
Υπάρχουν οδοιπορικά με έντονη ποιητική διάθεση, που διαπνέονται από την ενδόμυχη τάση φυγής του συγγραφέα τους, όπως επίσης υπάρχουν άλλα με αυστηρή γεωγραφική οπτική, που περιορίζονται στην πιστή περιγραφή των διαδρομών.
Οι Ευρωπαίοι περιηγητές της Ανατολής θα γράψουν χιλιάδες σελίδες οδεύοντας, για διαφορετικούς λόγους, διαμέσου του ελληνικού χώρου.
● Ο Πρώσος Bartholdy (2*) θα μιλήσει για την ολοκληρωτική απουσία αμαξιτών δρόμων μεταξύ πόλεων στην Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνα και θα αναφερθεί στους αγωγιάτες που βαδίζουν «με μεγάλες δρασκελιές στο πλάι των αλόγων τους». Σε όλη την Ευρώπη οι ταξιδιωτικές άμαξες, που πρωτοεμφανίζονται στις ουγγρικές πεδιάδες του 15ου αιώνα (3*) για να γνωρίσουν ημέρες δόξας στο Φαρ Ουέστ της Αμερικής, εξακολουθούν να είναι σπάνιες και δυσεύρετες.
● Ο Κυριάκος Σιμόπουλος (4*) θα ενσωματώσει στο τετράτομο έργο του αναρίθμητες οδοιπορικές αφηγήσεις από ξένους περιηγητές, που διασχίζουν τον ελληνικό χώρο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.
● Το 1730 ο Άγγλος Thompson θα οδοιπορήσει διά μέσου της Αττικής έως τον ισθμό της Κορίνθου, το 1809 ο Gell θα συνθέσει έναν δρομοδείκτη για πεζοπόρους από την παραλία του Σαρωνικού έως την Αθήνα, ενώ την ίδια χρονιά ο πρώτος ελληνικός τουριστικός οδηγός που είδε στα Τρίκαλα ο Leake εμπεριέχει έναν δρομοδείκτη «από Αθήνας εις Εύριππον»:
- Από Αθήνας εις Κηφισιάν 3 ώρες πορεία.
- Από Κηφισιάν εις Μαραθώνα 3 ώρες πορεία.
- Από Μαραθώνα εις Ωρωπόν 6 ώρες πορεία κ.λπ.
Τα καλντερίμια ζητούν βοήθεια
Η οδοιπορία είναι τόσο παλιά όσο και τα ανθρώπινα πόδια. Οι οδοιπόροι κινούνται άλλοτε με ανυπομονησία και άλλοτε με φόβο, άλλοτε απορροφημένοι από τις σκέψεις τους κι άλλοτε εξωστρεφείς περιηγητές της φύσης, άλλοτε με τη νοσταλγία ανθρώπου που δεν βρήκε αυτό που ήθελε κι άλλοτε με προσμονή του «νέου». Άλλες φορές στοχάζονται για τα εγκόσμια ενώ άλλες φορές οικτίρουν με τον στοχασμό τους τη δική τους κατάσταση:
«Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος / για τα ωραία και μεγάλα έργα… / φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα / και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη / που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλήν του/ και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια / και συ τα δέχεσαι με απελπισία / αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις» θα γράψει για τον φανταστικό αποστάτη της αθηναϊκής δημοκρατίας ο Καβάφης στη «Σατραπεία» του.
Οι άνθρωποι οδοιπορούν χωρίς να είναι πάντοτε ή διαρκώς οδοιπόροι. Πολύ συχνά και ιδιαίτερα στις μεγάλες μετακινήσεις χρησιμοποιούν ζώα είτε για τη μεταφορά των φορτίων είτε για τη δική τους, μερική ή ολική μεταφορά. Εξ ου και το δίκτυο λιθόστρωτων οδεύσεων και μονοπατιών, που διαμορφώνεται βαθμιαία διά μέσου των εποχών και των αιώνων: που διαμορφώνεται με μόχθο και κινδύνους και καταφέρνει συχνά να επιβιώνει παρά τα τραύματα που προκαλούν οι μεταγενέστερες κυκλοφοριακές πρακτικές, η ερήμωση της υπαίθρου και η αχρησία.
Στα τέλη του 20ού αιώνα, ενός αιώνα που χαρακτηρίζεται από την ηγεμονία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, από την όλο και εντονότερη απαίτηση της ταχύτητας και από τη βουλιμική εξοικονόμηση χρόνου, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που επιμένουν στην ανάγκη διατήρησης των παλιών μουλαρόδρομων και μονοπατιών, που προτρέπουν στην άντληση περιπατητικής εμπειρίας.
Στον «Οδηγό Πηλίου για περιπατητές» ο Νίκος Χαρατσής (5*) θα γράψει:
«Ζητάνε βοήθεια (…) τα καλντερίμια και τα μονοπάτια. Οι τόσο μελετημένες (…) παλιές διαδρομές, που για χρόνια οδηγούσαν άσφαλτα στον προορισμό τους τα καραβάνια με τ’ αλογομούλαρα, φορτωμένα τις πραμάτειες τους. Απ’ αυτά, όσα πρόλαβε η φύση και τα σκέπασε με τη βλάστηση σώθηκαν. Διατηρούνται ατόφια κάτω από την αδιαπέραστη βλάστηση από πουρνάρια και αράδια.
Όσα όμως δεν πρόλαβε να τα προστατέψει η φύση κατάφερε ο άνθρωπος να τα καταστρέψει με τον δήθεν πολιτισμό του. Μηχανήματα μπήκαν, ξεπέτρωσαν τα καλντερίμια και άνοιξαν άπειρους αγροτικούς και δασικούς δρόμους. Νεόπλουτοι αγρότες και αστοί έχτισαν βίλες και σκέπασαν με τσιμέντο τα περισσότερα καλντερίμια και μονοπάτια για την ευκολία τους».
Ο παλιός κόσμος
Στον παλιό, προβιομηχανικό κόσμο, όπου η μεταφορά βασιζόταν στη ζωική ή την άμεση ανθρώπινη ενέργεια, η κίνηση συνδεόταν με τη γνώση. Κατά κανόνα οι ταξιδεμένοι ήταν και μορφωμένοι, οι μορφωμένοι επιδίωκαν να αποκτήσουν περισσότερη γνώση μέσα από τα ταξίδια. Στον νέο, μεταβιομηχανικό κόσμο η γνώση έχει μάλλον αποσυνδεθεί από την προσωπική κίνηση.
Από την εποχή του σιδηροδρόμου και μεταγενέστερα, τα μέσα κυκλοφορίας με τις τεράστιες ταχύτητές τους αποσυνδέουν τον άνθρωπο από την εμπειρία του «ενδιάμεσου χώρου». Τα αεροπλάνα, τα γρήγορα τρένα και τα αυτοκίνητα στις μεγάλες οδικές αρτηρίες προσφέρουν σχεδόν αποκλειστικά την εμπειρία των διαφόρων μακροενοτήτων, παρακάμπτοντας ή και εξαφανίζοντας τα επιμέρους στοιχεία, όπου μορφοποιείται και διαδραματίζεται η ανθρώπινη ζωή.
Τα δέντρα, οι φράκτες, ένα μικρό ακρογιάλι, ένα ξωκλήσι, οι διάφορες μικρολεπτομέρειες που συνθέτουν το σύνολο μιας διαδρομής, περνούν απαρατήρητες από τους επιβάτες των σύγχρονων μεταφορικών μέσων. Ενώ σε μια αρχική φάση η εμπειρία του χώρου τελούσε σε συνάρτηση με τον τρόπο κυκλοφορίας, στις μεταγενέστερες συνθήκες ο κυκλοφοριακός χώρος ατονεί ή και εκμηδενίζεται ως στοιχείο ενδιαφέροντος.
Ο Ελληνοκύπριος λόγιος Σάββας Παύλου (1950-2016) παραθέτει ένα πεζογράφημα του Ραγκαβή το 1848, ο οποίος παρουσίαζε τον ήρωά του να μην προτιμά τον σιδηρόδρομο αλλά το άλογο για το ταξίδι, «διότι περιηγείτο διά να περιηγηθή και όχι για να φθάση» (6*). Εν τέλει οι προορισμοί κυριαρχούν πάνω στις διαδρομές, που χαρακτηρίζονται ως κόστος ή απώλεια χρόνου και «αντιμετωπίζονται» πλέον από τα βρυχώμενα τζετ και τις αλαζονικές BMW.
- Ο Γιάννης Σχίζας είναι συγγραφέας
- Γιάννης Σχίζας, «Ο άλλος τουρισμός», Εναλλακτικές Εκδόσεις – Οικοτοπία, Αθήνα 1998
- G.L.S. Bartholdy, «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα 1803-1804», εκδόσεις ΕΚΑΤΗ, Αθήνα 1993
- Πάρις Τσάρτας, «Κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις του τουρισμού», ΕΚΚΕ, Αθήνα 1989
- Κυριάκος Σιμόπουλος, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», Αθήνα 1973
- Νίκος Χαρατσής, «Οδηγός Πηλίου για περιπατητές», εκδόσεις Γραφή, Βόλος 1995
- Σάββας Παύλου, «Γραμμή Λευκωσία – Αθήνα, Πληροφοριακή ρύπανση και ισοπέδωση», Λευκωσία – Αθήνα 2007