Με το πρώτο βήμα σε ένα μουσείο αλλάζεις εποχή, και από αίθουσα σε αίθουσα αιώνα. Πρόκειται για μέρη υψηλής εκπαιδευτικής ψυχαγωγίας, που σε συνδέουν με τους ανεξερεύνητους τόπους της ανθρώπινης ύπαρξης!
Πολλές φορές, προκειμένου να περιγράψουμε το παλιό, το ξεπερασμένο ή το άχρηστο, χρησιμοποιούμε την έκφραση «αυτό ή εκείνο έχει μουσειακό χαρακτήρα». Είναι, ωστόσο, σωστό να θεωρούμε τα μουσεία ως χώρους του παρελθόντος, παραβλέποντας την προβολή τους στο σήμερα, στο παρόν; Προφανώς τα μουσεία δεν είναι νεκροί χώροι, πριν απ’ όλα γιατί νοηματοδοτούν το παρελθόν και κατά συνέπεια συγκροτούν την ταυτότητά μας. Δεν είναι ένας κενός τόπος εκθεμάτων. Τα μνημεία που περιλαμβάνουν, αποτελούν απτά υλικά δείγματα με ποικίλα πολιτικά και ιστορικά συμφραζόμενα, τα οποία βρίσκονται διαρκώς στη διάθεση των επιστημονικών ερμηνειών κάθε εποχής. Η σχέση των μουσείων με το παρελθόν είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη, ανάλογα με τις εξελίξεις, κυρίως της αρχαιολογικής έρευνας.
Από τη δημιουργία τους, τα μουσεία είχαν κοινωνικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Ήδη από τα μέσα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα εξέθεταν τις συλλογές τους στο ευρύ κοινό. Με τον χρόνο, τα εκθέματα των μουσείων δεν αναπαριστούσαν κάποιες στιγμές του παρελθόντος.
Άρχισαν να γίνονται πιο φλύαρα. Άνοιγαν την εικόνα αποκαλύπτοντας πίσω από το δέντρο το δάσος. Έτσι έθεταν μια ολόκληρη εποχή σε λειτουργία και κυρίως σε επανεκτίμηση – που πολλές φορές οδηγούσε στην αναθεώρηση του παρόντος. Ωστόσο, η πιο θερμή σχέση του κοινού με τα μουσεία ξεκινά από τα μέσα του 20ού αιώνα. Σε αυτό συντείνει πριν από όλα η πολιτική διάσταση των μουσειακών εκθεμάτων και οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των κοινωνικών, πολιτισμικών παραμέτρων των περιόδων του παρελθόντος, και γενικότερα ο ρόλος τους στη σύγχρονη ζωή και την εκπαίδευση.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν παιδαγωγικές θεωρίες, οι οποίες υποστήριζαν τη μάθηση μέσω απτών υλικών στοιχείων, όπως αυτά που εκτίθεντο στις διάφορες μουσειακές συλλογές. Ο νέος αυτός τρόπος ενδυνάμωνε τη μαθησιακή διαδικασία μέσω του βιώματος που προσέφεραν τα εκθέματα των μουσείων. Η διαδικασία αυτή εξελίχθηκε ραγδαία στον 20ό αιώνα, διευρύνοντας τις λειτουργίες των μουσειακών χώρων. Γράφει η Όλγα Σακάλη στο συλλογικό έργο «Το παρελθόν στο παρόν», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2017: «Σταδιακά επίσης ξαναγνωρίζεται ως μια περιοχή απολύτως εξειδικευμένης μουσειακής εργασίας. Που απαιτεί ειδική κατάρτιση και γνώσεις, καθώς οι μουσειακοί χώροι θεωρήθηκαν ως ιδανικά από τη φύση τους περιβάλλοντα της άτυπης και μη τυπικής μάθησης (δηλαδή εκείνων των μαθησιακών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα έξω από το δομημένο και οργανωμένο σε βαθμίδες εκπαιδευτικό σύστημα), εναρμονισμένα με τις σύγχρονες θεωρίες για τη μάθηση. Παρείχαν δε, σύμφωνα με τις σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες, τα κατάλληλα εργαλεία για την ανάπτυξη της κριτικής γνώσης μέσω της εμπειρίας, της συναισθηματικής εμπλοκής και ψυχαγωγίας».
Στο εξωτερικό, από τη δεκαετία του 1960 αναθεωρείται σχεδόν ριζικά ο τρόπος αντιμετώπισης της λειτουργίας των μουσείων. Καθοριστικός παράγοντας είναι η επίδραση των νέων θεωρητικών αναζητήσεων, κυρίως στην ιστορική και αρχαιολογική επιστήμη. Υπό τα νέα δεδομένα, άλλαξε και η αντίληψη λειτουργίας των μουσείων και από λίγο έως πολύ αποστειρωμένοι και αποκλειστικά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος χώροι έγιναν πιο φιλικοί στο ευρύ κοινό. Τα τελευταία χρόνια, τα μουσεία έχουν ανοίξει κυριολεκτικά τις πόρτες τους στο μεγάλο κοινό, ανανεώνοντας εκ θεμελίων τον παραδοσιακό τους ρόλο και τη στερεότυπη λειτουργία τους, που έμοιαζε περισσότερο με έναν διδασκαλικό άχρωμο μονόλογο παρά με έναν ανοιχτό και δημοκρατικό διάλογο παρελθόντος – παρόντος. Σήμερα, οι μουσειακοί χώροι εκφράζουν τις σύγχρονες αντιλήψεις σχετικά με την πρόσληψη και επανανοηματοδότηση του παρελθόντος.
Τα τελευταία χρόνια, και με την ελληνική μουσειακή πολιτική να παρακολουθεί από κοντά τις διεθνείς εξελίξεις, τα μουσεία πλέον λειτουργούν υπό την επίδραση των νέων αναγκαιοτήτων που καθορίζονται από την εξέλιξη των σχετικών αρχαιολογικών – ιστορικών επιστημών αλλά και υπό τις νέες συνθήκες των πολιτικών και ιδεολογικών μετασχηματισμών της ελληνικής κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες, η στροφή προς τη μουσειακή εκπαίδευση συνέβαλλε στη διάδοση του εκπαιδευτικού και ψυχαγωγικού ρόλου των ελληνικών μουσείων. Μέσα στις ευρύτερες εξελίξεις στη σχέση μουσείου – κοινού, η ελληνική πραγματικότητα ακολούθησε τις διεθνείς εξελίξεις στη λειτουργία των μουσειακών χώρων, επηρεάζοντας ανάλογα τη λειτουργία και τις επικοινωνιακές πρακτικές των ελληνικών μουσείων. Γράφει η Όλγα Σακάλη στο συλλογικό έργο «Το παρελθόν στο παρόν», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2017: «Οι εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις στην κτιριακή υποδομή πολλών από αυτά επέτρεψαν την προσβασιμότητα σε πολλές κατηγορίες κοινού. Ταυτόχρονα, το ενδιαφέρον τους άρχισε σιγά – σιγά να στρέφεται προς τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των επισκεπτών του, με τον εμπλουτισμό των εκθέσεών τους με σύγχρονο εποπτικό και πληροφοριακό υλικό, με τη χρήση νέων τεχνολογιών και με τον σχεδιασμό ερμηνευτικών εκπαιδευτικών δράσεων για ποικίλες κατηγορίες επισκεπτών. Στο πλαίσιο αυτό, έχει αναβαθμιστεί ο ρόλος της ελληνικής μουσειακής εκπαίδευσης ως προνομιακού πεδίου εναλλακτικών τρόπων μάθησης».
Η ελληνική εμπειρία
Η ελληνική εμπειρία της μουσειακής εκπαίδευσης στη χώρα μας ξεκινά από το 1980. Οι πολιτικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1980 και οι πολιτικές αλλαγές που επήλθαν, ταυτόχρονα με την πρακτική των μουσείων του εξωτερικού που λειτουργούσε ως παράδειγμα, συντέλεσαν στο να κάνει στροφή η πολιτεία προς τη μουσειακή εκπαιδευτική πολιτική. Ήδη, το 1985 οργανώνονται από το υπουργείο Πολιτισμού θεματικές διεπιστημονικές δράσεις για τους μαθητές με στόχο την προσέγγιση και επαφή με τον υλικό πολιτισμό, τη σύνδεσή του με την τοπική ιστορία και τη διαπολιτισμική του θεώρηση. Πρωτοπόρα στα πρώτα βήματα της ελληνικής μουσειακής εκπαίδευσης υπήρξαν το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και το Πελοποννησιακό Ίδρυμα, καθώς και μια σειρά μη κρατικών μουσείων, όπου λειτουργούσαν επίσης ειδικά τμήματα εκπαιδευτικών προγραμμάτων.